Αναμφίβολα το πιο γνωστό αντιπολεμικό έργο του Πάμπλο Πικάσο είναι η «Γκερνίκα», που έγινε εν βρασμώ ψυχής το 1937, μετά το βομβαρδισμό του ομώνυμου βασκικού χωριού από τα γερμανικά αεροπλάνα.
Υπάρχουν όμως κι άλλα πολλά έργα του κορυφαίου ζωγράφου του 20ού αιώνα, που αποκαλύπτουν έναν ακούραστο πολιτικό ακτιβιστή και υπέρμαχο της ειρήνης. Περίπου 150 από αυτά θα παρουσιαστούν σε μια ξεχωριστή έκθεση που εγκαινιάζεται στην «Τέιτ Λίβερπουλ», στις 21 Μαΐου. Εχει τίτλο «Ειρήνη και ελευθερία» και έρχεται να αποκαλύψει μια λιγότερο γνωστή πτυχή του Πικάσο: Πώς μετουσίωσε σε τέχνη την ιδεολογική και αισθητική αντίθεση της εποχής του Ψυχρού Πολέμου. Η εικόνα που επικρατεί για τον Πικάσο είναι αυτή ενός ευφυούς, εξωστρεφή και γυναικοκατακτητή καλλιτέχνη. Ωστόσο, από το 1944 που εντάχθηκε στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, ανέπτυξε πολύπλευρη πολιτική δράση, ώς το τέλος της ζωής του, το 1973: έγινε μέλλος του Κινήματος για την Ειρήνη, υποστήριξε οικονομικά τους ισπανούς εξόριστους της δικτατορίας του Φράνκο, εναντιώθηκε στο άπαρτχαϊντ της Νότιας Αφρικής αλλά και στην αμερικανική επέμβαση στο Βιετνάμ. Με τα έργα του ύψωσε τη φωνή του ενάντια στις ανισότητες, την καταπίεση, τον ρατσισμό. Ακόμα και το πορτρέτο του Νίκου Μπελογιάννη φιλοτέχνησε τον Μάρτιο του 1952, ένα λιτό εκφραστικό σκίτσο, συγκινημένος από τη δίκη του «Ανθρώπου με το γαρίφαλο», που προκάλεσε παγκόσμια κινητοποίηση.
«Πάντα ήμουν σε εξορία»
Η εμπειρία του από την εποχή του Φράνκο και τις αποτρόπαιες πράξεις των ναζί ήταν καταλυτική για την ιδεολογία του διάσημου ζωγράφου και την ανάγκη να την εκφράσει μέσω της τέχνης. Στο Παρίσι βρήκε στήριγμα, όπως διαβάζουμε στον κατάλογο της έκθεσης: «Πάντα ήμουν σε εξορία, αλλά τώρα δεν είμαι πια, τουλάχιστον μέχρι η Ισπανία να με υποδεχτεί και πάλι, το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα έχει ανοίξει την αγκαλιά του για μένα...», έλεγε χαρακτηριστικά.
Η υποστήριξή του στο Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ουσιαστική. Ομως όταν οι σύντροφοι τον πίεζαν να υιοθετήσει τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό στη ζωγραφική του, ο Πικάσο αντιστάθηκε σθεναρά, ακολουθώντας το προσωπικό του όραμα. Κι όταν τον κατηγορούσαν ότι δεν υπάκουε στον σοβιετικό καλλιτεχνικό φορμαλισμό και ότι η τέχνη του ήταν παρακμιακή και καπιταλιστική, αυτός απαντούσε: «Εγώ δεν προσπαθώ να συμβουλεύσω τους Ρώσους για την οικονομία τους. Αυτοί γιατί μου λένε πώς να ζωγραφίσω;»
Αντίθετος ήταν ο καλλιτέχνης, δημιουργώντας νέες εντάσεις, και με τους σοβιετικούς χειρισμούς στην Ουγγρική Επανάσταση του 1956 και στην επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Πάντως, στο ενδιάμεσο, η Μόσχα είχε προλάβει να του απονείμει το Διεθνές Βραβείο Στάλιν για την Ειρήνη το 1951 και το ίδιο βραβείο που είχε μετονομαστεί σε Λένιν, το 1962.
Αρχικά, οι πολέμιοι του κορυφαίου ζωγράφου άφηναν να εννοηθεί ότι δεν είχε δημιουργήσει κάποιο έργο με σαφή αναφορά στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. «Δεν ζωγράφισα τον πόλεμο γιατί δεν είμαι από τους ζωγράφους που βγαίνουν έξω όπως οι φωτογράφοι για να αποτυπώσουν τη στιγμή. Αλλά δεν έχω αμφιβολία ότι ο πόλεμος είναι στους πινακές μου», τους απαντούσε. Πάντως επισκέφτηκε το Αουσβιτς και τη Βαρσοβία το καλοκαίρι του 1948 με την ευκαιρία της Συνόδου των Διανοούμενων για την Ειρήνη στην Πολωνία, όπου μίλησε εν θερμώ για τις διώξεις που υπέστη ο φίλος του Πάμπλο Νερούδα στη Χιλή.
Ενα χρόνο αργότερα του ζητήθηκε να κάνει την αφίσα μιας ακόμα διεθνούς ειρηνευτικής συνόδου που θα γινόταν στο Παρίσι. Βρισκόταν στο σπίτι του μαζί με τον Λουί Αραγκόν και έψαχνε για κάτι κατάλληλο, όταν ο φίλος του πρόσεξε τη λιθογραφία ενός περιστεριού που είχε χαρίσει στον Πικάσο ο Ματίς. Στα μάτια του Πικάσο το περιστέρι ήταν ένα πτηνό φονιάς και δεν καταλάβαινε πώς θα μπορούσε να γίνει σύμβολο ειρήνης. Τελικά ο Αραγκόν δικαιώθηκε και τα περιστέρια του Πικάσο έγιναν διαχρονικό σύμβολο, ενώ στόλισαν πολλές αφίσες του, σε διάφορες παραλλαγές. Αλλωστε, Παλόμα, που στα ισπανικά σημαίνει περιστέρι, ονόμασε και την κόρη που απέκτησε με τη Φρανσουάζ Ζιλό το 1949.
Ο Πικάσο δεν είχε γνωρίσει από κοντά τον Στάλιν, όμως του είχε αφιερώσει ένα έργο για τα 70ά γενέθλιά του: ένα χέρι που κρατάει ένα ποτήρι με κρασί και την ευχή «Στην υγειά σου, Στάλιν». Τον Μάρτιο του 1953, όταν ο σοβιετικός ηγέτης πέθανε, ο Λουί Αραγκόν που ήταν διευθυντής του περιοδικού «Les Lettres Francaises», και ο εκδότης του Πιερ Ντεξ ζήτησαν τη συνδρομή του Πικάσο για την πρώτη σελίδα.
Ο ίδιος φανταζόταν τον Στάλιν σαν μυθικό ήρωα, γυμνό, πάνω σε ένα σύννεφο. Γνωρίζοντας όμως τη θύελλα που θα προκαλούσε μια τέτοια εικόνα, οι φίλοι του προσπάθησαν να τον αποτρέψουν. Ο εκδότης έχει καταγράψει την αντίδραση του Πικάσο: «Ναι, αλλά τι γίνεται με τον ανδρισμό του Στάλιν; Του δίνεις γεννητικά όργανα όπως στα αρχαιοελληνικά αγάλματα και όλοι νευριάζουν. "Αυτά για τον Πατερούλη; Είναι πολύ μικρά". Ετσι, πηγαίνεις σε κάτι που ταιριάζει στον Μινώταυρο. "Τώρα τον βλέπεις σαν μανιακό του σεξ, σαν σάτυρο. Κρύψ' το, είναι αηδιαστικό". Και αν κάνεις κάτι στο ενδιάμεσο, τι θα σκεφτούν οι άλλοι; Πώς τον μειώνεις στον μέσο ανθρώπινο όρο».
«Επίθεση» στον «Πατερούλη»
Τελικά κατέληξε στο σκίτσο ενός νεαρού Στάλιν, με «ύφος ταυτόχρονα αθώο και αφοπλιστικά ειλικρινές», ωστόσο και πάλι δεν ικανοποιήθηκαν όλοι. Οι εκδότες της «France Nouvelle» για παράδειγμα, της εβδομαδιαίας έκδοσης της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος Γαλλίας, είδαν το έργο σαν μια κατευθείαν επίθεση στο πρόσωπο του κραταιού και σεβάσμιου «Πατερούλη».
Ενας ακόμα ηγέτης, ο Φιντέλ Κάστρο, ήταν θαυμαστής του Πικάσο και μάλιστα του είχε στείλει δύο επιστολές για να εκφράσει τα συναισθήματά του. Ενδιαφερόταν μάλιστα να στήσει ένα γλυπτό του με το περιστέρι της Ειρήνης στην Αβάνα, ωστόσο τους πρόλαβε το 1962 η περίφημη «Κρίση των πυραύλων» που έφερε στα άκρα τις σχέσεις Κούβας και ΗΠΑ. Την εποχή εκείνη ο Πικάσο ζωγράφισε ένα ακόμα σημαντικό έργο, την «Αρπαγή των Σαβίνων γυναικών» που παραπέμπει στην αρχαία ρωμαϊκή ιστορία, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί άμεσο σχόλιο για την απειλή του Τρίτου Παγκόσμιου Πολέμου και τον φόβο ενός πυρηνικού Αρμαγεδδώνος.
Ο Πικάσο ήταν παρών εκεί που έπρεπε, ωστόσο σπανίως μιλούσε για πολιτική. Οπως είχε επισημάνει το 1968: «Εδώ και καιρό κατέληξα στο συμπέρασμα ότι, εάν απαντούσα σε τέτοιες ερωτήσεις, θα έπρεπε να αλλάξω το επαγγελμά μου και να γίνω πολιτικός. Αλλά αυτό είναι, ασφαλώς, αδύνατον». *