ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΚΚΙΝΙΑ ΤΟΥ 1923 ΣΤΗ ΝΙΚΑΙΑ ΤΟΥ 2011
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ
ΣΥΓΓΡΑΦΗ-ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΕΙΜΕΝΩΝ
ΕΙΡΗΝΗ ΡΗΝΙΩΤΗ
Οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς
Ο διωγμός του 1922 είναι ένα μακρύ μεταναστευτικό οδοιπορικό, ίσως ένα από τα μεγαλύτερα της ιστορίας, καθώς η αναγκαστική μετακίνηση δυο εκατομμυρίων προσφύγων στις ακτές του Αιγαίου δημιούργησε τεράστια ανθρώπινα παλιρροϊκά κύματα, τα οποία με την ωστική δύναμή τους χάραξαν -σε κοινωνικοπολιτικό, οικονομικό και πολιτισμικό επίπεδο- τις αιγαιακές ιστορικές εξελίξεις.[1]
Το Ελληνικό κράτος -για ν’ αντιμετωπίσει την άφιξη 1.500.000 προσφύγων- δημιούργησε σ’ όλη την ελληνική επικράτεια πλήθος συνοικισμών στις παρυφές των δομημένων πόλεων ή και εκτός των συνόρων αυτών.
Οι Σμυρνιοί, οι Πόντιοι κι οι πρόσφυγες της λοιπής Ανατολής είναι οι κάτοικοι της Νέας Κοκκινιάς, του προσφυγικού συνοικισμού που αναπτύχθηκε στην Αττική γη μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και -ως πόλη- μετονομάστηκε, κατόπι, σε Νίκαια Αττικής. Η ιδιοτυπία της Νέας Κοκκινιάς συνίσταται στο γεγονός της συγκατοίκησης ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Ανατολής, διαθέτουν ξεχωριστή νοοτροπία, ποικίλες ασχολίες κι ως συνδετικό κρίκο έχουν την ελληνική καταγωγή, την ελληνική γλώσσα και την Ορθόδοξη Πίστη.[2]
[1] Bourne J. Bruscino S. κ.ά, 1922. Ο μεγάλος ξεριζωμός. Η μεγαλύτερη μετακίνηση
πληθυσμών στην ιστορία, Νational Geographic 1925, σ. 40.
[2] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια 2003, σ. 9.
Θεμέλιος λίθος
Ο θεμέλιος λίθος του προσφυγικού συνοικισμού της Νέας Κοκκινιάς τέθηκε στις 18 Ιουνίου 1923. Εκεί στεγάστηκαν 6.390 οικογένειες σε 4.484 παραπήγματα, ενώ μέχρι το 1925 είχαν κτισθεί 10.000 δωμάτια για 45.000 οικογένειες. Για την οικοδόμησή τους εργάστηκαν 4.000 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων 900 γυναίκες. Παράλληλα, σχεδιάστηκαν οι δρόμοι, που έλαβαν τις ονομασίες τους απ’ τις πόλεις της Ανατολής με αλφαβητική σειρά, μετά από πρόταση του Σμυρναίου αρχαιολόγου Στίλπωνα Πιττακή (π.χ. οδός Αγκύρας, Αϊδινίου, Αδάνων, Ατταλείας, Βοσπόρου, Γρανικού, Επταλόφου, Εφέσου, Ικονίου, Κορδελιού, Μ. Ασίας, Μουδανιών, Σμύρνης, κ.ά.). [1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 7.
Πληθυσμός
Η επίσημη απογραφή στις 15-5-1928 αναφέρει ότι στο συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς διαβιούσαν 33.332 ψυχές. Το 1936 ο πληθυσμός ανερχόταν στους 53.200 κατοίκους, δίνοντας στην πόλη την πέμπτη θέση στην ελληνική επικράτεια. Η εφημερίδα ΧΡΟΝΟΣ έγραφε την Κυριακή 9-10-1938 ότι ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς αποτελούσε την τρίτη πόλη της Αττικής μετά την Αθήνα και τον Πειραιά. Η ίδια εφημερίδα στις 25-2-1939 σημειώνει πως ο πληθυσμός της Κοκκινιάς ανέρχεται στους 75.000 κατοίκους, ενώ το 1940 αγγίζει τις 80.000.[1]
Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 το ανθρώπινο δυναμικό της Νίκαιας αριθμεί 93.086 κατοίκους. Η πληθυσμιακή αύξηση που παρατηρείται με το πέρας του χρόνου είναι φυσική κι αναμενόμενη εξαιτίας: α) της εγκατάστασης πλήθους νέων -εσωτερικών κι εξωτερικών- μεταναστών, β) της συνένωσης των Δήμων, οπότε το 2011 ο Δήμος Νίκαιας ενώνεται με το Δήμο Αγ. Ιωάννη Ρέντη υπό την κοινή ονομασία Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη.
Ο συνοικισμός των προσφύγων της Κοκκινιάς, η μετέπειτα Νίκαια και ως εκ τούτου ο ενιαίος σήμερα Δήμος Νίκαιας-Αγ. Ιωάννη Ρέντη, μπορεί να θεωρηθεί ο μεγαλύτερος προσφυγικός Δήμος της Αττικής κι ο δεύτερος μεγάλος προσφυγογενής Δήμος -μετά τη Θεσσαλονίκη- στην Ελλάδα.[2]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 6-7, 11-12, 57.
[2] Στο ίδιο, σ. 6.
Ονομασία
Υπάρχουν τρεις εκδοχές σχετικά με την ονομασία και την προέλευση του ονόματος Κοκκινιά. Η πρώτη εκδοχή, ότι η πόλη πήρε την ονομασία της από το μηχανικό που έχτισε την Κοκκινιά -τον Δημήτρη Κόκκινο- δεν είναι ευσταθής, γιατί η περιοχή της Παλαιάς Κοκκινιάς προϋπήρχε. Η δεύτερη εκδοχή, ότι η Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της λόγω της ύπαρξης κοκκινοχώματος είναι, επίσης, αβάσιμη, γιατί το κόκκινο χώμα προερχόταν από το εργοστάσιο κεραμοποιίας του Δηλαβέρη, που το προμηθευόταν απ’ τη Χαλκίδα και το Μπογιάτι.
Η επικρατέστερη άποψη είναι πως η Παλαιά Κοκκινιά πήρε τ’ όνομά της απ’ την προγενέστερη ονομασία της περιοχής “Κοκκινάδα”. Η Κοκκινάδα ήταν κατάφυτη από παπαρούνες, γεγονός που το μαρτυρούν όσοι ευτύχησαν να τη δουν κατακόκκινη κι έπαιξαν -ως παιδιά- με το πορφυρό άνθος της παπαρούνας, το οποίο χτυπώντας το με το χέρι έσκαγε κυριολεκτικά στην παλάμη τους.[1]
[1] Μιχαηλίδης Σίμος, Η Γέννηση της Κοκκινιάς, Πειραιάς 1993, σ. 20.
Οικίες
Τα οικήματα του συνοικισμού της Κοκκινιάς ήταν -ως επί το πλείστον- ισόγειες κατασκευές αποτελούμενες από ένα δωμάτιο, μια μικρή κουζίνα, ένα κοινό χώρο υγιεινής. Κάθε οικογένεια, ανεξαρτήτως μελών, διαβίωνε σε 36 τ.μ.. Υπήρχαν κι άλλες αρχιτεκτονικές μορφές όπως: τα διώροφα συγκροτήματα που δημιουργούν τετράγωνα εντός των οποίων υπάρχει ένα ανοικτό αίθριο για κοινόχρηστους χώρους (π.χ. πλυντήρια) ή οι διώροφες κατοικίες -με τις ίδιες αναλογίες- που στέγαζαν δυο οικογένειες. Ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν τα “Γερμανικά” στη βόρεια πλευρά του συνοικισμού: οι γερμανικές παράγκες που έστειλαν οι Γερμανοί ως αποζημίωση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι οποίες στεγάζουν -μέχρι σήμερα- πρόσφυγες που δεν μπόρεσαν ν’ αποκατασταθούν μ’ άλλον τρόπο. Η αυτοστέγαση των προσφύγων ήταν ένας ακόμη τρόπος κατοίκισης. Ευτελείς και πρόχειρες κατασκευές στήνονταν σε προσφυγικά οικόπεδα, τα οποία αγόρασαν οι ίδιοι οι πρόσφυγες ή τους παραχωρήθηκαν απ’ το κράτος. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των τύπων κατοικιών, εκτός των ιδιωτικών, ήταν η ομοιομορφία που έδινε την εικόνα της αναγκαστικής κι επιβεβλημένης εξομοίωσης των κατοίκων.[1]
Το εσωτερικό των σπιτιών εντυπωσίαζε με την καθαριότητα και την τάξη που επικρατούσε σ’ αυτό, αν και τα περιορισμένα δωμάτια ασφυκτιούσαν από τα χρηστικά αντικείμενα, τ’ απαραίτητα για την καθημερινή διαβίωση των ενοίκων. Ο μπουφές με τα γυαλικά, η τραπεζαρία, η γωνιά των ρούχων κι οι συμπληρωματικές ντιβανοκασέλες ήταν τα συνήθη υπάρχοντα είδη των σπιτιών, ενώ αν δεν διέθεταν περισσευούμενο δωμάτιο μπορούσε κανείς στον ίδιο χώρο να συναντήσει τη ντουλάπα, το ψυγείο, ακόμη και το διπλό κρεβάτι του ζευγαριού.[2]
Οι ασβεστωμένοι τοίχοι και τα κατάλευκα ρείθρα των πεζοδρομίων, οι περιποιημένοι φανοστάτες, οι χειροποίητες κουρτίνες στα παράθυρα, οι βασιλικοί και τα γεράνια στα σκαλοπάτια, τις ταράτσες, τις αυλές ομόρφαιναν την προσφυγική συνοικία, έδιναν μια χαρμόσυνη νότα ζωής στη φτωχική γειτονιά που μοσχοβολούσε νοικοκυροσύνη και πάστρα.[3] Τα κεντήματα με τα ζωηρά χρώματα στόλιζαν το εσωτερικό των σπιτιών, ενώ σε μια εταζέρα βρίσκονταν τα εικονίσματα, τα ιερά κειμήλια των προσφύγων κι άλλα αγαπημένα αντικείμενα τα οποία εξέθεταν σε καθημερινή θέα, όπως φωτογραφίες της οικογένειας, στεφανοθήκες, μπακίρια, μεταξωτά χάλια τοίχου, το παραδοσιακό χαλί υποδοχής της εισόδου, διάφορα πολύτιμα μικροπράγματα που έδιναν μιαν αίσθηση ζεστασιάς και οικειότητας στο προσφυγικό καταφύγιο μετά τον κατακλυσμό.[4]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 8.
[2] Hirschon R., Heirs of the Greek Catastrophe. The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus, εκδ.οικ. Berghahn Books, N.Y. & Oxford, 1989/1988, σ. 134.
3] Στο ίδιο, σ. 67 και Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, ό. π., σ. 21.
4] Μιχελή Λ., Προσφύγων Βίος και Πολιτισμός, εκδ. Δρώμενα, Αθήνα 1992, σ. 235-236.
Συνθήκες διαβίωσης
Η απουσία έργων υποδομής, η έλλειψη αποχετευτικού δικτύου, η ανυπαρξία ηλεκτρικού ρεύματος, η λειψυδρία, τα κοινόχρηστα αρχικά αποχωρητήρια, η στενότητα των χώρων διαβίωσης, η σκόνη κι η λάσπη των δρόμων, η ανέχεια διαφοροποιούσαν κατά πολύ τη ζωή των προσφύγων, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν βιαίως κι ακουσίως τη γενέθλια γη, με όλα τα καλά που τους παρείχε: ασφάλεια, άνεση, κατοικία, κοινωνικό περίγυρο, εργασία. Τον πρώτο καιρό οι πρόσφυγες της Κοκκινιάς βίωσαν τη φτώχεια, την αρρώστια, την πείνα. Οι επιδημίες θέριζαν τις παράγκες, ενώ τα συσσίτια κράταγαν μόλις και μετά βίας τους ανθρώπους στη ζωή.[1]
Η λειψυδρία θεωρείτο το μέγιστο των προβλημάτων. Το δίκτυο του νερού έφτασε στην Κοκκινιά το 1936, ενώ μέχρι τότε ο συνοικισμός βολευόταν μ’ ένα αυτοσχέδιο πηγάδι που είχαν σκάψει οι κάτοικοι και με το νερό που προμηθευόταν από τους νερουλάδες του Πόρου. Η έλλειψη υγειονομικής φροντίδας στα δημόσια ουρητήρια και τα στάσιμα νερά εξόντωναν βιολογικά τους κατοίκους της πόλης, που υπέφεραν από τη φυματίωση, τη μάστιγα του ελληνικού μεσοπολέμου.
Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες εκτυλίσσεται κι επιτυγχάνεται η ανασύσταση της κοινωνικής ζωής, η οποία στηρίζεται βασικά στην επιχειρηματικότητα των προσφύγων και στον ανυποχώρητα μάχιμο χαρακτήρα τους. Με νύχια και με δόντια πάλεψαν οι πρόσφυγες -σε ατομικό, οικογενειακό και κοινωνικό επίπεδο- για να επιβιώσουν, ενώ με το πέρασμα του χρόνου κατόρθωσαν να εξευγενίσουν τη ζωή της ξενιτιάς, δίνοντας πνοή, χρώμα, γεύση και νόημα στον τόπο που ήταν γραφτό να γίνει η νέα τους πατρίδα.[2]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 9.
[2] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 25.
Η ανασύσταση της ζωής στην προπολεμική Νίκαια
Η αναδιοργάνωση της ζωής στον προσφυγικό συνοικισμό συνδυάζει την απόλυτη φτώχεια του παρόντος με τον πολιτισμικό εξοπλισμό του παρελθόντος, αυτόν που κουβάλησαν οι πρόσφυγες απ΄ τις ιδιαίτερες πατρίδες τους. Έτσι, η ζωή στην Κοκκινιά χαρακτηρίζεται από το ήθος, τους ιδιαίτερους επικοινωνιακούς τρόπους, την κοινωνικότητα, την εξωστρέφεια, την επινοητικότητα, την κουλτούρα, την επιχειρηματικότητα, την εξοικείωση με τη ζωή της σύγχρονης πόλης, τον αναβαθμισμένο ρόλο και τη συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική ζωή. Η Κοκκινιά συνιστά ένα παράδειγμα γρήγορης υλοποίησης αυτών των πολιτισμικών αποταμιευμάτων, γιατί από νωρίς η πληθυσμιακή πυκνότητα των κατοίκων δημιούργησε την υλική βάση για την πλοκή των αστικών σχέσεων.
Η επιχειρηματικότητα των προσφύγων εκδηλώνεται με πλήθος επιχειρηματικών δράσεων. Κορυφαία ενασχόλησή τους είναι η ταπητουργία. Η αγορά αποτελεί, επίσης, έναν κόμβο ανταλλαγών όπου αποδεικνύονται εμπράκτως η γνώση, η ευρυμάθεια και το πολύπλευρο ταλέντο των προσφύγων, οι οποίοι εργάζονται συστηματικά την ημέρα και διασκεδάζουν το βράδυ, εκτονώνοντας -μέσω διαφόρων μορφών τέχνης- τον καθημερινό μόχθο και κάματο. [1]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 24-29.
Πολιτισμική ταυτότητα
Η κυρίαρχη αίσθηση της ξεχωριστής ταυτότητας των προσφύγων είχε μια έντονη πολιτισμική διάσταση και στηριζόταν κυρίως στις μνήμες, τις οποίες διατηρούσαν ζωντανές και προσπαθούσαν να τις ενσωματώσουν οι πρόσφυγες στο νέο τρόπο ζωής τους. Η μνήμη λειτουργεί ως μέσο πολιτισμικής επιβίωσης. Η αναφορά στον τόπο καταγωγής, η αφοσίωση στα τοπικά χαρακτηριστικά, η συνάρτηση της τοπικής και της θρησκευτικής ταυτότητας είναι τα στοιχεία που συγκροτούν τον ιδιαίτερο πολιτισμικό χαρακτήρα της Κοκκινιάς, η οποία με την άφιξη των προσφύγων “μυρίζει” Ανατολή. Είναι γεγονός ότι απ’ όλες τις συνοικίες, η Κοκκινιά παρουσίαζε τη μεγαλύτερη κίνηση σε θεάματα και νυχτερινή ζωή.
Η πολυπληθής προσφυγούπολη -με τους λασπωμένους χωματόδρομους, το συνωστισμό των πλινθόκτιστων σπιτιών, την έλλειψη νερού, την ανυπαρξία αποχετευτικού δικτύου, την καθημερινή μάχη για το μεροκάματο- δεν έπαψε να γελά και να διασκεδάζει, γιατί μόνον έτσι ήξερε να ζει. Όσο περισσότερο υπέφεραν οι πρόσφυγες τόσο περισσότερο επιζητούσαν την εκτόνωση σαν γιατρικό στις αντιξοότητες της ζωής. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα τίποτε δεν έλειπε απ’ τον προσφυγικό συνοικισμό. Οι πρόσφυγες είχαν μάθει να τα έχουν όλα και διεκδικούσαν τα πάντα. Έτσι, έφτιαξαν εκ του μηδενός τα σπίτια τους, έχτισαν εξαρχής τις εκκλησιές τους, δημιούργησαν τους ζωτικούς πυρήνες της πόλης, όπου δέσποζαν τα χαρακτηριστικά της πατρίδας τους: η μουσική, το τραγούδι, το θέατρο, ο κινηματογράφος, ο αθλητισμός.[1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 8-13.
Μουσική - Τραγούδι
Πρωταρχική θέση στην προσφυγική Κοκκινιά κατείχε η μουσική, αφού η έφεση των Σμυρνιών στο τραγούδι είναι γνωστή. Η Σμυρνιά Αγγέλα Παπάζογλου, η οποία μετά την Καταστροφή έζησε μέχρι το θάνατό της στην Κοκκινιά, λέει πως: «…στη Σμύρνη παίζαμε από ρεμπέτικα μέχρι όλα τα ευρωπαϊκά, όλες τσι οπερέττες. Δημοτικά, κλέφτικα, κρητικά, καλαματιανά, φυσούνια, θρακιώτικα, γιαννιώτικα, κοντσέρτα με καβαλλαρίες, με βαλς, με χορούς του Μπραμς, με σερενάτες… Όλα τα παίζαμε. Κι από όπερες κάτι μέρη… Κι εβραϊκό κι αρμένικο κι αράπικο. Ήμαστε κοσμοπολίτες εμείς… Αγαπούσαμε όλον τον κόσμο και μας αγαπούσανε… Δεν είχε συμφέροντα κανείς στο τραγούδι. Τραγουδούσες, χόρευες, ήσουνα λεύτερος, να κάνεις ό,τι θέλει η καρδιά σου κι η σειρά σου».[1]
Αυτόν τον κοσμοπολιτισμό -στη σκέψη και στο τραγούδι- τον έφεραν εδώ οι πρόσφυγες, τον έσπειραν στην Κοκκινιά, όπου και ρίζωσε μ’ ένα σωρό μουσικά σωματεία που ιδρύθηκαν στην πόλη. Το πρώτο σωματείο ήταν ο μουσικοαθλητικός σύλλογος “Αχιλλέας”, που ιδρύθηκε από μέλη του ομώνυμου σωματείου της Κωνσταντινούπολης, που ήρθαν στην Κοκκινιά μεταφέροντας μαζί τους και κάποια απ’ τα μουσικά όργανα της Πόλης. Προεξάρχοντας των σωματείων ήταν ο “Αρίωνας”, η φιλαρμονική του οποίου αριθμούσε είκοσι οχτώ μέλη, τα οποία τις Κυριακές ψυχαγωγούσαν τους περιπατητές της πλατείας του Αγίου Νικολάου παίζοντας σε μια ξύλινη εξέδρα. Ξακουστή ήταν κι η Μαντολινάτα της Κοκκινιάς, όπου πάνω από τριάντα νέοι και νέες έδιναν με τις κιθάρες και τα μαντολίνα τους συναυλίες -εντός κι εκτός πόλης- ακόμη και στο θέατρο “Ολύμπια” στην Αθήνα.[2]
[1] Γιώργης Παπάζογλου, Αγγέλα Παπάζογλου, Πρόγραμμα θεατρικής Παράστασης 1999, σ. 12.
[2] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 33.
Θέατρο
Το θέατρο -το τόσο αναπτυγμένο στη Σμύρνη- έγινε στην Κοκκινιά αναπόσπαστο μέρος της προσφυγικής κοινωνίας. Η πρώτη θεατρική δράση εμφανίζεται το 1924, μόλις ένα χρόνο μετά την εγκατάσταση των προσφύγων. Σε μια ξύλινη παράγκα παρουσιάζονται από Τουρκόφωνους κι Αρμένιους θεατρίνους: ανατολίτικοι χοροί, παντομίμα κι άλλα συναφή θεάματα. Στην παράγκα αυτή, ο Μέρτικας, που στη Σμύρνη είχε συνεργαστεί μ’ όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, συγκρότησε θίασο κι έφτιαξε το δικό του θέατρο, το “Κεντρικόν”, ένα κυκλικό ξύλινο παράπηγμα -περίπου 400 θέσεων- το οποίο διέθετε θεωρείο.
To 1939 ο Μέρτικας άνοιξε το ιστορικό θέατρο “Σμύρνη” στην Κοκκινιά, σε ανάμνηση του ομώνυμου θεάτρου στην πατρίδα του. Εκεί, παρουσιάστηκαν πολλά έργα της εποχής, τα οποία διαφημίζονταν την ημέρα της παράστασης από το γραφικό ντελάλη με την κουδούνα στο χέρι. Το θέατρο “Σμύρνη” της Κοκκινιάς, όντας γνωστό στο Αθηναϊκό θεατρόφιλο κοινό, φιλοξένησε διάφορες θεατρικές προσωπικότητες της εποχής (Κυβέλη, Γ. Γληνό, αδερφές Καλουτά, Ν. Πλατή κ.ά.).
Πλήθος ερασιτεχνικές παραστάσεις απ’ τους νέους της Κοκκινιάς μαρτυρούν το πάθος και το μεράκι τους για το θέατρο. Η Ένωση Ποντίων Κοκκινιάς κι η Χ.Α.Ν.έδωσαν ιδιαίτερα δείγματα αξιόλογων θεατρικών παραστάσεων. Από τη γενιά αυτή ξεπήδησαν και ταλαντούχοι ηθοποιοί που διακρίθηκαν στον επαγγελματικό χώρο (Αθην. Προύσαλης, Αφρ. Γρηγοριάδου κ.ά.). [1]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 36-37.
Κινηματογράφος
Ο κινηματογράφος ήταν ένας άλλος σημαντικός πόλος έλξης του κοκκινιώτικου κοινού, τόσο που η πόλη γέμισε “σινεμά”, έτσι ώστε να μπορεί κανείς να επιλέξει ανάμεσα: στην περιπέτεια, την αγωνία ή τον ερωτισμό, που προβάλλονταν στη μεγάλη οθόνη. Η οδός Κονδύλη απαριθμούσε έξι κινηματογράφους: τον Απόλλωνα,τον Έσπερο, το Κεντρικό, τον Ορφέα, το Αλκαζάρ, το Κρυστάλ (αργότερα Παλλάς), ενώ στην οδό Π. Τσαλδάρη συναντούσες τον κινηματογράφο Εκλαίρ και τον Ήλιο(μετέπειτα Απόλλων). Επί της οδού Π. Ράλλη λειτουργούσε η παραδοσιακή θερινήΓρανάδα πνιγμένη στους κισσούς, τα γιασεμιά και τ’ αγιόκλημα. Ο κινηματογράφος ήταν για την Κοκκινιά ένας φανταστικός κόσμος εκτόνωσης και ψυχαγωγίας, που προσέφερε μιαν αίσθηση ελευθερίας από τα καθημερινά επιβεβλημένα δεσμά. [1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 31-32.
Αθλητισμός
Οι πόλεις της Μικράς Ασίας είχαν οργανωμένο αθλητισμό (στίβο, ποδόσφαιρο, αθλητικούς ομίλους, λέσχες, γήπεδα, γυμναστήρια), τον οποίο αναδημιούργησαν στον προσφυγικό συνοικισμό της Κοκκινιάς ανασυγκροτώντας τις αθλητικές τους δυνάμεις.
Ο αθλητισμός -ιδιαιτέρως το ποδόσφαιρο- παίρνει μαζικές διαστάσεις στην Κοκκινιά. Από νωρίς εμφανίζονται πολλοί ποδοσφαιρικοί σύλλογοι. Σημαντικότεροι είναι: η ΑΜΥΝΑ, που ιδρύθηκε το 1924 στην Παλιά Κοκκινιά και στελεχώθηκε από το έμψυχο δυναμικό της Παλιάς και της Νέας Κοκκινιάς, ενώ ακολούθησαν πλήθος άλλοι: η ΙΩΝΙΑ κι η ΒΙΘΥΝΙΑ, οι οποίες το 1927 συγχωνεύτηκαν στην επωνυμίαΧΑΛΚΗΔΩΝ, ο ΕΦΗΒΟΣ, ο ΑΡΗΣ (ο μετέπειτα ΙΩΝΙΚΟΣ μετά τη συγχώνευσή του το 1965 με τον ΑΕΝ), ο ΠΑΜΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟΣ που εμφανίστηκε το 1928, ο ΗΡΑΚΛΗΣ το 1929 κ.ά.. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι αλάνες ήταν τα πρώτα προσφυγικά γήπεδα, τα οποία μορφοποιήθηκαν κατόπι σε κατάλληλους αγωνιστικούς ποδοσφαιρικούς χώρους.
Η ΑΜΥΝΑ, η ΧΑΛΚΗΔΩΝ, ο ΑΡΗΣ ήταν οι σύλλογοι που διέπρεψαν αρχικά σε τοπικό επίπεδο και στη συνέχεια κατόρθωσαν να γίνουν αναγνωρισμένα σωματεία λαμβάνοντας μέρος στο πρωτάθλημα της Γ΄ Κατηγορίας Πειραιώς και σ’ ανώτερες κατηγορίες κατόπι. Με τους εν λόγω συλλόγους ασχολήθηκαν σε διοικητικό επίπεδο σημαντικοί τοπικοί παράγοντες, με αποτέλεσμα να γίνουν τ’ αθλητικά αυτά σωματεία κόμβοι της κοινωνικής ζωής της πόλης. Μέσα στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους διοργάνωναν χορούς και πραγματοποιούσαν εκδρομές ανά την Ελλάδα. Έτσι, ο αθλητισμός κι η φυσιολατρία συμπορεύτηκαν κι εντάχθηκαν στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων της Κοκκινιάς, ανασυγκροτώντας κι αναβαθμίζοντας τη ζωή των κατοίκων της.[1]
Από το 1935 η Δημοτική Αρχή σχεδίασε τη δημιουργία δημοτικών γηπέδων, ενώ το 1938 θεμελιώθηκε -μετά από μελέτη του Υπουργείου Παιδείας- οργανωμένο γυμναστήριο στην πόλη: το Αθλητικό Στάδιο Νέας Κοκκινιάς.[2]
Το 1936 ιδρύθηκε ο Ορειβατικός, Φυσιολατρικός Όμιλος Κοκκινιάς (ΟΦΟΚ), ο οποίος συγκέντρωσε πλήθος μελών, αποτελώντας έναν από τους ιστορικούς συλλόγους της πόλης, με πλούσια δράση στον κοινωνικό κι εθνικό τομέα, αφού λέγεται πως εκεί ξεκίνησε το ΕΑΜικό κίνημα της Κοκκινιάς την περίοδο 1941-1944. Με την αλλαγή του ονόματος της πόλης από Κοκκινιά σε Νίκαια γίνεται και η μετονομασία του ΟΦΟΚ σε ΟΦΟΝ. Με το φυσιολατρικό αυτό σύλλογο οι Κοκκινιώτες ταξίδεψαν -σαν μια συντροφιά- σ’ ολόκληρη την Ελλάδα.[3]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 28-29.
[2] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 39-40.
[3] Μιχαηλίδης Σίμος, Η Γέννηση της Κοκκινιάς, ό. π., σ. 121.
Το Χαμάμ
Τα περίφημα χαμάμ της Ανατολής είναι γνωστά για τις περιποιητικές υπηρεσίες που προσέφεραν στους ανθρώπους που τα επισκέπτονταν. Τα δημόσια λουτρά φρόντιζαν όχι μόνον την καθαριότητα των λουομένων, αλλά μεριμνούσαν για την περιποίηση των σωμάτων και την αναζωογόνηση των ψυχών. Προσέφεραν την ανάπαυλα από τον καθημερινό μόχθο, ενώ ταυτοχρόνως δρούσαν ως τόποι συνάντησης, υγιεινής, καλαισθησίας κι επικοινωνίας των επισκεπτών.
Η αναβίωση της αστικής κουλτούρας των προσφύγων της Μικράς Ασίας υπαγόρευε την περιποίηση και τη φροντίδα του σώματος, την επιμέλεια της εμφάνισης, την αναζήτηση της ομορφιάς. Έτσι, με την ίδρυση της πόλης της Κοκκινιάς δημιουργήθηκε το λουτρό-χαμάμ για την καθαριότητα των προσφύγων, από τον Αρμένιο αρχιτέκτονα Αρτίν Παλατζιάν. Το χαμάμ λεγόταν “Μικρά Ασία”, ξεκίνησε να χτίζεται το 1923, ολοκληρώθηκε το 1925 κι άρχισε να λειτουργεί το 1926. Την οικοδόμησή του ανέλαβαν επιχειρηματίες, μιας και το οικονομικό μέγεθος του έργου ήταν αρκετά υψηλό. Η λειτουργία του χαμάμ ήταν ημερήσια. Από τις 8 π.μ. μέχρι τις 5 μ.μ. δεχόταν τις γυναίκες, ενώ οι άντρες το επισκέπτονταν από τις 5 μ.μ. μέχρι τις 9-10 μ.μ.. Τα παιδιά μέχρι 5 χρόνων έμπαιναν με τις γυναίκες, ενώ τ’ αγόρια από 5 ετών και πάνω θεωρούνταν άντρες.
Το χαμάμ είχε δυο θέσεις. Η πρώτη περιλάμβανε δωμάτιο με δυο κρεβάτια και αποδυτήριο, όπου αφού γδύνονταν τυλίγονταν με το σεντόνι ή την πετσέτα οι λουόμενοι και φορούσαν ειδικά τσόκαρα για να μη γλιστρούν. Αφού ετοιμάζονταν έμπαιναν στον κοινό χώρο του λουτρού. Το εισιτήριο αυτής της θέσης ήταν 15 δραχμές, ενώ η δεύτερη -που δεν είχε την πολυτέλεια του ιδιωτικού χώρου- χρεωνόταν 10 δραχμές.
Στο κέντρο του χαμάμ υπήρχε ένας πάγκος, πάνω στον οποίο ο λουτράρης για τους άντρες ή αντιστοίχως η λουτράρισσα για τις γυναίκες έτριβε το γυμνό σώμα μ’ ένα γάντι τρίφτη, που ξεβγαζόταν μετά από κάθε τρίψιμο. Ακολουθούσε το λούσιμο με σαπούνι στις γούρνες. Το χαμάμ προμηθευόταν το νερό από νερουλάδες, ενώ αργότερα σκάφτηκε ένα πηγάδι κι αγοράστηκε αντλία προκειμένου να έχει δικό του νερό. Στο χαμάμ υπήρχε, επίσης, ένας ειδικός χώρος για την αποτρίχωση. Τότε ήταν διαδεδομένο φαινόμενο η ύπαρξη της ψείρας κι η αποτρίχωση σ’ ολόκληρο το σώμα ήταν η πιο ενδεδειγμένη θεραπευτική λύση.
Η εφημερίδα Ελληνική γράφει το1926: «Οι κάτοικοι της Κοκκινιάς είναι υπερήφανοι δια το χαμάμ των. Και δεν έχουν άδικον, αφού ο Πειραιεύς, πόλις με 350.000 κατοίκους, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει χρόνια τώρα έναν τέλειον τύπον παρομοίων λουτρών». Βεβαίως, το χαμάμ ήταν ένα από τα “επιτεύγματα” για τα οποία μπορούσαν -δικαίως- να είναι υπερήφανοι οι κάτοικοι της Κοκκινιάς. Πλήθος ήσαν οι κατακτήσεις τους -σε πνευματικό και πολιτιστικό επίπεδο- σε διάφορους τομείς που αφορούσαν την πόλη και συνδέονταν άρρηκτα με την ιστορική πολιτισμική μνήμη της πατρίδας τους.[1]
[1] Αφήγηση Παναγιώτη Μεταξά, επιχειρηματία του Χαμάμ Κοκκινιάς στο Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 27, 31-32.
Η Εκκλησία και οι ναοί της Κοκκινιάς
Παράλληλα με την εξοικονόμηση τροφής, εργασίας, κατοικίας φρόντισαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες να στεγάσουν και τους ξενιτεμένους Αγίους, τους οποίους κουβαλούσαν ολοζώντανους στην ψυχή τους. Αρχικά έστησαν αντίσκηνα κι αργότερα ξύλινα παραπήγματα για να εναποθέσουν τα εικονίσματα, τα ιερά σκεύη, τα Δεσποτικά, τα τέμπλα και τους Άμβωνες που μετέφεραν από τις Αλησμόνητες Πατρίδες της Ελληνικής Ανατολής. Αν κι οι ίδιοι έφτασαν ξυπόλητοι και γυμνοί στον τόπο της προσφυγιάς, τα εικονίσματα ήταν τα μόνα αγαθά που κουβάλησαν μαζί τους ως αναπόσπαστο κομμάτι της ύπαρξής τους.[1]
Η εκκλησία ενσωμάτωνε τόσο τη δημόσια, όσο και την πνευματική ζωή της κοινότητας. Οι ειδικοί δεσμοί των προσφύγων με το παρελθόν τους μπορούσαν να εκδηλωθούν μες στα πλαίσια της εκκλησίας, η οποία αποτελούσε μια σαφή αναφορική πηγή και λειτουργούσε ως σταθερό σημείο προσανατολισμού και κατευθυντήρια δύναμη.[2]
Ψυχή των θρησκευτικών συναισθημάτων των προσφύγων ήταν ο από Σεβαστείας Γερβάσιος, ο οποίος συγκέντρωσε όλα τα εκκλησιαστικά κειμήλια της Καισαρείας και μετά την τέλεση της Θείας Λειτουργίας στη Μερσίνη, τα τοποθέτησε σε 38 κιβώτια κι επιβιβάστηκε μαζί μ’ αυτά και τα Ιερά Τέμπλα στο πλοίο και τα έφερε στον Πειραιά το 1924. Τα περισσότερα τα πρόσφερε στους ναούς της Νίκαιας, στην ανέγερση των οποίων έπαιξε κύριο και καθοριστικό ρόλο.[3]
Ο Άγιος Νικόλαος είναι ο πρώτος ναός που ιδρύθηκε στον προσφυγικό συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς. Οι πρόσφυγες συγχρόνως με την τακτοποίησή τους στα παραπήγματα φρόντισαν να λειτουργήσουν σε αντίσκηνο και το ναό τους. Έτσι, έστησαν στην ανατολική πλευρά της πλατείας του Αγ. Νικολάου το αντίσκηνο που τους πρόσφερε ο στρατηγός Νικόλαος Πλαστήρας. Πριν ακόμη από την επίσημη ίδρυση του συνοικισμού, μέχρι τα τέλη του 1922, χάρη στην προσωπική εργασία και τις συνδρομές από το υστέρημα των προσφύγων, κατασκευάσθηκε το ξύλινο παράπηγμα, το οποίο τοποθετήθηκε στη θέση του σημερινού ναού. Αυτήν την παράγκα αντικατέστησε το 1923 ο πρώτος ναός, που θεμελιώθηκε από τον Αρχιερατικό Επίτροπο Ν. Κοκκινιάς, τον Σεβαστείας Γερβάσιο.
Στη βορειοδυτική πλευρά του Αγίου Νικολάου ιδρύθηκε ο Ιερός Ναός της Οσίας Ξένης, ο οποίος λειτούργησε σ’ ένα κοινό πλυσταριό από το 1922. Σε ξύλινο παράπηγμα λειτούργησε το 1923 κι ο ιερός ναός του Αγίου Γεωργίου, στα βορειοδυτικά της πόλης. Πλήθος άλλων εκκλησιών ακολούθησαν, όπως ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, οι Άγιοι Απόστολοι, η Αγία Τριάδα, η Ευαγγελίστρια, κ.λ.π..
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι οι ίδιοι οι πρόσφυγες, καθώς κι οι απόγονοί τους, εξακολουθούν να μετέχουν των ακολουθιών διατηρώντας την ιστορική μνήμη των Πατέρων τους, τιμώντας τους Αγίους τους κι εφαρμόζοντας τα έθιμα που συνοδεύουν τις εορτές τους. [4]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια , ό. π., σ. 90.
[2] Renee Hirshon, Heirs of the Greek Catastrophe. The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus, ό. π., σ. 195.
3] Γιαμαλή-Χατζηιωάννου Ε., Μικρασιατικός Ελληνισμός: Οδοιπορικό Θανάτου και Ανάστασης, εκδ. Δήμου Νίκαιας 2001, σ. 38.
[4] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 89-93.
Εκπαίδευση
Η έμπρακτη δυναμική των προσφύγων αποδεικνύεται σ’ όλα τα επίπεδα, αφού διεκδικούν και κερδίζουν εκτός από τα βιοποριστικά και τα πνευματικά και τα πολιτισμικά αγαθά. Προτού αρχίσουν να κτίζονται τα πρώτα οικήματα στην Ν. Κοκκινιά, όντας οι κάτοικοι στα αντίσκηνα και τα παραπήγματα, επιχειρούν ν’ ανασυγκροτήσουν την εκπαίδευση των παιδιών τους που είχε διακοπεί εξαιτίας του ξεριζωμού.
Τα πρώτα σχολεία λειτούργησαν μες στα πλυντήρια ή τα αντίσκηνα ναούς που είχαν στηθεί στο συνοικισμό. Εκεί, δίδαξαν τα προσφυγόπουλα οι δάσκαλοι κι οι δασκάλες της Κοκκινιάς. Η Μαριάνθη Σκαλά, η πρώτη δασκάλα του συνοικισμού, αγωνίσθηκε μ’ όλες τις δυνάμεις της για να της παραχωρηθούν τρία πλυντήρια, ώστε το 1923 να τα χρησιμοποιήσει ως διδακτήρια και μόχθησε πραγματικά προκειμένου να κατασκευαστούν οι πάγκοι θρανία των μικρών μαθητών. Μ’ ένα κουδούνι στο χέρι το 1924 έβγαινε στο άνοιγμα της σκηνής του Αγίου Νικολάου και καλούσε τους γονείς να φέρουν τα παιδιά στο -αυτοσχέδιο- σχολείο. Οι προσπάθειές της για τη δημιουργία σχολείων κράτησαν τρία χρόνια κι εστιάστηκαν -κυρίως- στην εύρεση χρηματοδοτών. Απευθύνθηκε σε βιοτεχνίες, βιομηχανίες, ταπητουργίες, προκειμένου να εξασφαλίσει τους οικονομικούς πόρους που θα προωθούσαν το σκοπό της να στεγαστούν οι μαθητές και να μορφωθούν στα σχολεία της πόλης.
To 1924 ιδρύθηκε το πρώτο Δημοτικό σχολείο μεταξύ των οδών Βοσπόρου-Καισαρείας-Ιωνίας, το οποίο το 1925 ονομάσθηκε Πρώτο Δημοτικό Σχολείο Αρρένων. Το κτίριο υπέστη ζημιές στη διάρκεια της Κατοχής, όπως και διάφορα άλλα σχολεία της Κοκκινιάς, τα οποία κατασκευάσθηκαν με ιδιαίτερο κόπο κι εντατικές προσπάθειες το καθένα.[1]
[1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 41-42.
Τοπικές εφημερίδες
Από πολύ νωρίς εμφανίστηκαν οι τοπικές εφημερίδες, αφού το πνευματικό δυναμικό των προσφύγων της Κοκκινιάς ζητούσε απεγνωσμένα βήμα έκφρασης. Το περιεχόμενό τους κάλυπτε ένα ευρύ πεδίο θεμάτων, μιας και στις στήλες των εφημερίδων -εκτός από τα τοπικά νέα και τις διεκδικήσεις των προσφύγων έναντι της πολιτείας- μπορούσε κάποιος να διαβάσει άρθρα που αφορούσαν τις τέχνες, την πολιτική, αναγγελίες εκδηλώσεων (διαλέξεων, χοροεσπερίδων, ποιητικών συναντήσεων κ.ά.). Αναφέρουμε ενδεικτικά -με χρονολογική σειρά εμφάνισης- κάποιες απ’ τις εφημερίδες αυτές: Νέα Κοκκινιά (1925), Κοκκινιά (1926),Προσφυγικό Βήμα (1931), Αναγέννησις (1932), Ταχυδρόμος (1933), Εμπρός, Ελεύθερος Κόσμος, Νέος Αγών (1934), Νέον Βήμα (1935), Αναμόρφωσις, Θάρρος(1937), Θεία Πρόνοια, Παρατηρητής (1938), Νέα Ιδέα (1939).[1]
Μέσα στα πλαίσια αυτής της δημοσιογραφικής παραγωγής ιδρύθηκε το 1932 η Ένωση Προσφύγων Δημοσιογράφων Κοκκινιάς κι αργότερα η Ένωση Συντακτών Νίκαιας, οι οποίες ανέπτυξαν έντονη δημοσιογραφική δράση προπολεμικά και μεταπολεμικά.
Στην μεταπολεμική Κοκκινιά συναντάμε τις εφημερίδες: Τοπικά Νέα, Κοκκινιά μας, Ελληνική Πατρίδα, Νέα Ιδέα, Φίλαθλος Νίκαιας, Λαϊκό Βήμα, Παρατηρητής, Ταχυδρόμος, Αναγέννηση, Μαχητής, Φωνή Νίκαιας, Νίκη, Φωνή Μαγνησίας, Νίκαια, Ελεύθερη Γνώμη, Αθλητικά Νέα και τη σατυρική φυλλάδα Εξ Αμάξης.[2]
1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 34 και Παπαδοπούλου Α., Η ΑττικήΝίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 28-29.
[2] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, ό. π., σ. 28.
Οι πρώτοι σύλλογοι
Η ανάγκη επικοινωνίας των πνευματικών ανθρώπων της κοινότητας (καλλιτεχνών, διανοουμένων, επιστημόνων, φοιτητών) οδήγησε στη δημιουργία σωματείων και συλλόγων, που έδωσαν στις πιο ανήσυχες καλλιτεχνικές μορφές της πόλης τη δυνατότητα της πνευματικής συνάντησης, της ανταλλαγής απόψεων, της έκφρασης κοινών ενδιαφερόντων και προβληματισμών. Οι φοιτητές της εποχής ίδρυσαν το 1933 το πρώτο σωματείο, τη Φοιτητική Ένωση Κοκκινιάς (ΦΕΚ). Ακολούθησε ο Φοιτητικός Όμιλος το 1935. Από τη συγχώνευση των δυο σωματείων προέκυψε ο δυναμικός Φοιτητικός Σύνδεσμος Κοκκινιάς, ο οποίος ήταν πρωτεργάτης σε κάθε πολιτιστική κίνηση της πόλης, εξέφραζε μαχητικά τους κοινωνικούς προβληματισμούς της εποχής και διακρινόταν για την κοινωνική μέριμνα και την ενεργό δράση του.
Παράλληλα εμφανίστηκε κι η Ένωση Επιστημόνων, η οποία αποτελείτο από δικηγόρους, γιατρούς, μηχανικούς παιδαγωγούς, κάλυπτε κυρίως το επιστημονικό φάσμα και το ερευνητικό πεδίο κι αποτελούσε ένα σωματείο κοινωνικής αρωγής και πρόνοιας, που ενδιαφερόταν για τα ζητήματα επιστημονικής φύσεως. Φρόντιζε, επίσης, για την ανέγερση σχολείων, την ίδρυση βιβλιοθηκών, την επίλυση ζωτικών κοινωνικών θεμάτων.
Στον τομέα των γραμμάτων και των τεχνών συγκροτείται τη διετία 1932- 1933 ένας κύκλος πνευματικών ανθρώπων, που συναντιούνται σε φιλικά σπίτια ή σε κάποιο καφενείο του Αγίου Νικολάου, προκειμένου να βρουν τρόπους για συντονισμένη δράση στα θέματα του πολιτισμού. Έτσι, δημιουργήθηκε ο Φιλολογικός Σύλλογος, ο οποίος ήταν το πνευματικό λίκνο των σημαντικότερων προσωπικοτήτων της Κοκκινιάς, στους κόλπους του οποίου γαλουχήθηκε, ανατράφηκε κι άνθησε η πνευματική γενιά της πόλης. Πλήθος διακεκριμένων προσωπικοτήτων -στο χώρο της τέχνης- προήλθαν απ’ το πνευματικό καλλιτεχνικό ορμητήριο του Φιλολογικού Συλλόγου, όπως οι συγγραφείς: Σ. Ευστρατιάδης, Α. Γιαλούρης, Ι. Μελάς, Δ. Λιάτσος, οι ποιητές: Σ. Σκούταρης, Δ. Παπαδίτσας, Γ. Μετσόλης, Ε. Κακναβάτος, οι ζωγράφοι: Δ. Τηνιακός, Γ. Τουφεξιάν, Μ. Νικολινάκος κ.ά..[1]
[1] Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, ό. π., σ. 34-35.
Εργασία - Επαγγέλματα
Η έλλειψη καλλιεργήσιμης γης οδήγησε τους κατοίκους της Κοκκινιάς στην αναζήτηση εργασίας στα εργοστάσια, τις βιοτεχνίες και τις ιδιωτικές εργασίες. Η πλειονότητα των κατοίκων ήσαν εργάτες, τεχνίτες, υπάλληλοι, ξυλουργοί, οικοδόμοι, ενώ μεγάλος αριθμός εργάζονταν εκτός πόλεως και για το λόγο αυτό διεκδικούσαν τακτικότερη συγκοινωνία κι επέκταση των μεταφορικών γραμμών. Μόλις το 12% των ανδρών ασχολούνταν μ’ επιδέξια επαγγέλματα, ήσαν, δηλαδή, ραφτάδες, μάγειροι, τυπογράφοι, παπουτσήδες, ξυλουργοί, κουρείς, ενώ μόνο το 7% δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο κι οι περισσότεροι εξ αυτών ήσαν πλανόδιοι πωλητές, παντοπώλες, καφετζήδες. Η μειοψηφία των Κοκκινιωτών στρέφονταν στη θάλασσα, γίνονταν ναυτικοί και μερικοί μόνον εργάζονταν ως δημόσιοι υπάλληλοι, μια όντως περιζήτητη θέση εξαιτίας της μισθολογικής ασφάλειας που προσέφερε. Πολλοί πρόσφυγες εργάζονταν, επίσης, στην καπνοβιομηχανία, στα εργοστάσια τσιγάρων Παπαστράτος και Κεράνης, τα οποία απασχολούσαν μεγάλο αριθμό προσφύγων που κατοικούσαν στα περίχωρα του Πειραιά.[1]
Η οικονομική δυσπραγία των προσφύγων, καθώς κι η έλλειψη αντρών μες στα σπίτια -λόγω θανάτου ή αιχμαλωσίας- οδήγησε τις γυναίκες στην ανάγκη εύρεσης εργασίας προκειμένου να θρέψουν τ’ αδύναμα μέλη της οικογένειας, τους γέροντες και τα παιδιά. Η γυναίκα της Κοκκινιάς δούλεψε ως εργάτρια, παραδουλεύτρα, υπάλληλος, δακτυλογράφος, μαγείρισσα. Η χειραφέτησή της ήταν γεγονός χάρη της πρωτοβουλίας, του δυναμισμού, της ικανότητας που τη διέκριναν, αλλά και λόγω της βιοτικής ανάγκης που της επιβαλλόταν. Ουσιαστικά οι γυναίκες καλέστηκαν να φυτέψουν μια χώρα μέσα σε μιαν άλλη χώρα, ν’ αναβιώσουν τις συνήθειες, τα ήθη, τα έθιμα και τον πολιτισμό της πατρίδας τους στον τόπο που βρέθηκαν, ένα αίτημα ζωής που το κατέκτησαν κι έναν άθλο κοινωνικό που τον κατόρθωσαν με πραγματικά αξιοθαύμαστο τρόπο.[2]
Στην Κοκκινιά λειτουργούσαν δώδεκα ταπητουργεία με 500 εργάτες, τα πλινθοποιεία ΔΗΛΑΒΕΡΗ, τα χρωματουργεία ΒΙΒΕΧΡΩΜ, ασβεστουργεία, βαμβακουργεία, υποδηματοποιεία, υφαντουργεία, πλεκτήρια, κουφετοποιεία, κ.ά.. Η πόλη διέθετε καταστήματα όλων των ειδών: εμποροραφεία, κουρεία, κομμωτήρια, πηλοποιεία, οινοζυθοπωλεία, χαλβατζίδικα, μαγειρεία, παντοπωλεία, κρεοπωλεία, εστιατόρια, ταβέρνες, καταστήματα λευκών ειδών, κ.λ.π.. Λειτουργούσαν, επίσης, λαϊκές αγορές, ψαραγορά, πλανόδιοι πωλητές κ.ά..
Ενδιαφέρον είναι ότι πολλά επαγγέλματα που σήμερα έχουν εκλείψει, ανθούσαν στην προσφυγούπολη Κοκκινιά και προσέδιδαν ένα ιδιαίτερο χρώμα στον εργασιακό χαρακτήρα της πόλης. Συναντούσες, δηλαδή, τον εφαπλωματοποιό (παπλωματά), το λούστρο, τον τσαγκάρη, το στιλβωτή, τον παγοπώλη, το σανοπώλη, τον καρβουνιάρη, τον παλιατζή, τον εφημεριδοπώλη, τον καρεκλά, το σκουπά, το γανωτζή, τον ποδηλατά, τον ομπρελά, την καπελού, τη μανταρίστρα, το νερουλά, το γαλατά, τον παγωτατζή, το μπουγατσά, τον πραγματευτή κ.ά.. [3]
[1] Renee Hirshon, Heirs of the Greek Catastrophe, ό. π., σ. 69.
[2] Μιχελή Λίζα, Πειραιάς. Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολής,
Αθήνα 1988, σ. 183.
[3] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 34-38.
Μετονομασία
Ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς υπαγόταν διοικητικά -μέχρι το Δεκέμβρη του 1933- στο Δήμο Πειραιώς. Τον Ιανουάριο του 1934 αναγνωρίσθηκε ως Δήμος Νέας Κοκκινιάς (Φ.Ε.Κ. 22) και πρώτος Δήμαρχος εκλέχτηκε ο Στυλιανός Κοραής. Τα όρια του Δήμου, με βάση τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου 315/1-6-1939, ήταν: Κοκκινιά, Άσπρα Χώματα, Κοινότητα Αιγάλεω, Καραβάς Α΄-Β΄-Γ΄-Δ΄. Το 1935, με Διάταγμα του Υπουργείου Συγκοινωνιών (Φ.Ε.Κ. 208) αναγνωρίσθηκε η οδός Π. Ράλλη σ’ εθνική οδό. Η οδός άρχισε να κατασκευάζεται το 1937 και διέσχιζε τις περιοχές Ρουφ-Νέα Κοκκινιά-Πέραμα.
Το 1939 ο Δήμος προκήρυξε διαγωνισμό για τη μετονομασία της πόλης, η οποία από Νέα Κοκκινιά ονομάστηκε Νίκαια (Φ.Ε.Κ. 271/1940 τεύχος Β), μετά την επικράτηση της σχετικής πρότασης του Ιωάννη Μελά, δικηγόρου, βουλευτή κι αργότερα Υπουργού, καταγόμενου από τη Βιθυνία. Την πρόταση Μελά προσυπέγραψαν ο Καθηγητής Βυζαντινής Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νικόλαος Βέης, πολλοί Ακαδημαϊκοί, άνθρωποι της Επιστήμης και των Γραμμάτων, καθώς κι εβδομήντα Κοκκινιώτες που ζούσαν ανά την Ελλάδα. Η Διοικούσα Επιτροπή του Δήμου με παμψηφία υποστήριξε την ονομασία αυτή, μεταξύ των ονομάτων πολλών άλλων μικρασιατικών πόλεων. Το 1935 μετονομάστηκε η περιοχή των Γερμανικών σε Κρήνη και του Καραβά σε Νεάπολη.[1]
1] Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια , ό. π., σ. 56-58.
Περίοδος κατοχής
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΥΓΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Οι διεθνείς συγκυρίες έβαλαν σε νέες δοκιμασίες τη χώρα. Με τη συμμετοχή της Ελλάδας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Κοκκινιά, πριν καλά-καλά ανασάνει από τον πόνο του ξεριζωμού και προτού ολοκληρώσει την προσπάθεια ν’ αναστήσει μες στα ερείπια της προσφυγιάς το συγκροτημένο της πρόσωπο, μάτωσε ξανά και μάλιστα με τρόπο απερίγραπτα τραγικό. Αυτά μαρτυρούν τα γεγονότα της Κατοχής κι η πάνδημη συμμετοχή της πόλης στον αντιστασιακό αγώνα για την προάσπιση της ελευθερίας και την ανεξαρτησία των εθνικών δικαιωμάτων.
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
Το πλήγμα που υφίσταται η Ελλάδα την περίοδο του 1940 είναι διπλό. Αφενός προσπαθεί ν’ αποκρούσει την ιταλική επίθεση, αφετέρου δέχεται την εισβολή του γερμανικού ναζισμού και υφίσταται τις ολέθριες συνέπειες ενός παράλογου πολέμου. Στο μέτωπο τα στρατεύματα αντιστέκονται σθεναρά πληρώνοντας βαρύτατο φόρο τιμής κι αίματος, ενώ -μετά την κατάρρευση του μετώπου και την εισβολή των Γερμανών- στις πόλεις ο ελληνικός λαός αντιμετωπίζει πρόβλημα επιβίωσης.
Η αντίσταση είναι η μόνη διέξοδος στην οδυνηρή πολιτική και οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα. Για το λόγο αυτό σύντομα δημιουργούνται μικρές αντιστασιακές οργανώσεις, όπως η Εθνική Αλληλεγγύη, που έχουν υποστηρικτικό ρόλο στην επιτακτική ανάγκη του επισιτισμού.
Το ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) κατάφερε -σε εθνική πλέον κλίμακα- να ενώσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού και να τροφοδοτήσει τ’ όραμα της ελεύθερης Ελλάδας. Από τα σπλάχνα του ΕΑΜ ξεπήδησε το ένοπλο τμήμα του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Σκοπός του λαϊκού στρατού ήταν η απελευθέρωση της χώρας απ’ τους ξένους κατακτητές, η περιφρούρηση των κατακτήσεων του λαού, η προάσπιση των ελευθεριών του, η εξασφάλιση της τάξης μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών, έτσι ώστε ο λαός να μπορεί να εκφράσει ελεύθερα τη βούλησή του. Το ένοπλο λαϊκό μέτωπο προξένησε τρομερές καταστροφές στους κατακτητές κι απασχόλησε συστηματικά 10 γερμανικές μεραρχίες, οι οποίες στόχευαν στη διάλυσή του.
Το ΕΑΜ συσπείρωσε τους Έλληνες κι αποτέλεσε τη σημαντικότερη αντιστασιακή οργάνωση την περίοδο της Κατοχής. Στο σώμα του ΕΑΜ και στο στρατό του ΕΛΑΣ εντάχτηκαν αγωνιστές κάθε ηλικίας που επιθυμούσαν την απελευθέρωση της πατρίδας και την προκοπή του τόπου. Πολέμιοι των αντιστασιακών κινημάτων ήταν τα Τάγματα Ασφαλείας κι οι ντόπιοι συνεργάτες των Γερμανών.
Στην Κοκκινιά έλαχε να γραφτούν κάποιες καίριες σελίδες της Εθνικής Αντίστασης την περίοδο της Κατοχής. Η Μάχη της Κοκκινιάς και το Μπλόκο της πόλης αποτελούν δυο αιματηρά κεφάλαια απαράμιλλης γενναιότητας, ηρωισμού και αυτοθυσίας. Η επιλογή της Κοκκινιάς για την εφαρμογή του Μπλόκου δεν ήταν τυχαία, αφού η πόλη τα χρόνια εκείνα συμμετείχε ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Ο λαός -σχεδόν στο σύνολό του- είχε οργανωθεί στην Εθνική Αντίσταση. Το ΕΑΜ Κοκκινιάς ήταν η πιο ισχυρή μαζική οργάνωση από τις τέσσερις που διέθετε το ΕΑΜ σ’ ολόκληρη την περιοχή του Πειραιά. Επιπροσθέτως, στη συμβολή των οδών Τζαβέλλα κι Αιτωλικού έδρασε το παράνομο τυπογραφείο της Κοκκινιάς, το οποίο στήθηκε στην πόλη την άνοιξη του 1943.
Τα μπλόκα που πραγματοποιήθηκαν την περίοδο της Γερμανοφασιστικής Κατοχής ήταν καλά σχεδιασμένες στρατιωτικές επιχειρήσεις -με σαφή στρατιωτική οργάνωση- κι έλαβαν χώρα σε συνοικίες που είχαν αναπτυγμένη αντιστασιακή δράση, βαθιές ιδεολογικές ρίζες και ισχυρές ψυχικές αντοχές. Σκοπός των μπλόκων ήταν ν’ αποδυναμώσουν το αντιστασιακό κίνημα, να εξασθενήσουν την επιρροή του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ στο λαό, να στρέψουν τους πολίτες ενάντια στην οργανωμένη αντίσταση. Τα μπλόκα αποδείχτηκε πως ήταν ισοδύναμα των αντίποινων, μια συστηματική μέθοδος εκφοβισμού του λαού σε πανελλήνιο επίπεδο. Η Μάχη της Κοκκινιάς και το Μπλόκο είναι τα δυο κορυφαία ιστορικά γεγονότα της πόλης την περίοδο της Κατοχής.[1]
[1] Βάμβακας Μ., Ζέρβας Θ., κ.ά, Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, Δήμος Νίκαιας 2004, σ. 17-25.
Η Μάχη της Κοκκινιάς
Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
4-8 Μάρτη 1944
Στον αγώνα που διεξάγει ο λαός κατά των Γερμανών κατακτητών, η πάλη της Αθήνας, του Πειραιά και των συνοικιών παίζει κυρίαρχο κι αποφασιστικό ρόλο. Ως το Σεπτέμβρη του 1943 ο αγώνας των πόλεων εκδηλώνεται με σαμποτάζ, απεργίες και μαζικές διαδηλώσεις. Μετά το Σεπτέμβρη του 1943 ή ένταση, το βάθος κι ο συνειδητός χαρακτήρας του αγώνα τρομάζουν τον κατακτητή και προκαλούν την έντονη αντίδραση των Γερμανών και των συνεργατών τους. Το 1944 βρίσκει την Αθήνα, τον Πειραιά και τις συνοικίες σε μια -διαρκώς εντεινόμενη- εμπόλεμη κατάσταση.[1]
Οι εργατικές κινητοποιήσεις της Κοκκινιάς επιδεικνύουν ένα ιδιαιτέρως αγωνιστικό πνεύμα, εξαιτίας της εργατικής σύνθεσης της πόλης, της οποίας ο αγώνας έχει ως κύρια χαρακτηριστικά τη μαζικότητα και την οργανωμένη αντίσταση. Οι Γερμανοί γνώριζαν πως χτυπώντας την Κοκκινιά θα έπλητταν ολόκληρο το αγωνιστικό κίνημα. Για το λόγο αυτό η Μάχη της Κοκκινιάς είναι η πρώτη μεγάλη μάχη που δόθηκε σε πόλη.[2]
Από τις 4 έως τις 8 Μάρτη 1944 η Κοκκινιά, η προσφυγούπολη του Πειραιά, βίωσε κάποιες από τις πιο τραγικές μέρες της πολύχρονης ιστορίας της. Γερμανικές δυνάμεις σε συνεργασία με χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες θέτουν στο στόχαστρό τους την πόλη, η οποία αντιστέκεται πεισματικά με πρωτεργάτες το 6ο Ανεξάρτητο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ, τα μέλη του ΕΑΜ, τους αγωνιστές της ΕΠΟΝ και -κυρίως- τη συντριπτική πλειοψηφία του λαού της Κοκκινιάς. Στο πρόσωπο της πόλης που ανάθρεψε πλήθος ανταρτών και διέθετε ένα οργανωμένο αντιστασιακό κίνημα επιχειρήθηκε από τους Ναζί και τους συνεργάτες τους να καμφθεί το αντιστασιακό φρόνημα του Ελληνικού λαού, που πάλευε για εθνική απελευθέρωση, διεκδικώντας ταυτοχρόνως να στρέψει προς όφελός του τις μελλοντικές πολιτικές εξελίξεις.[3]
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ
Σάββατο 4 Μάρτη 1944. Χωροφύλακες και ταγματασφαλίτες προσπαθούν να εισβάλουν από δυο διαφορετικά σημεία στην πόλη, αλλά μετά από πολύωρες συγκρούσεις αναχαιτίζονται από τους αγωνιστές του ΕΛΑΣ, οι οποίοι το ίδιο βράδυ συγκαλούν κοινή σύσκεψη ΕΑΜιτών κι ΕΛΑΣιτών στην Κοκκινιά κι αποφασίζουν γενική επιφυλακή κι ενημέρωση του λαού της πόλης.[4]
Κυριακή 5 Μάρτη 1944. Οι Κοκκινιώτες απαντούν με μεγαλειώδες συλλαλητήριο κατά της τρομοκρατίας στην πλατεία του Αγίου Νικολάου. Παράλληλα απαιτούν συσσίτιο για τα παιδιά. Στο τέλος του συλλαλητηρίου η πόλη δέχεται πολυμέτωπη επιδρομή, για να καταλήξει -μετά από αιματηρές μάχες- στην οπισθοχώρηση των Γερμανών και των ντόπιων συνεργατών τους.[5]
Δευτέρα 6 Μάρτη 1944. Ο Πειραιάς ξυπνά με μαζική πανεργατική απεργία κατά της τρομοκρατίας του λαού της Κοκκινιάς. Η συμμετοχή κι η αλληλεγγύη των εργατών και του λαού προς τους Κοκκινιώτες αγωνιστές είναι καθολική. Η πόλη δέχεται σχεδιασμένη επιδρομή, που καταλήγει -μετά την αιματοχυσία- σε άτακτη φυγή των φασιστών.[6]
Τρίτη 7 Μάρτη 1944. Οι επιθέσεις των Γερμανών εντείνονται. Ο πολιορκητικός κλοιός στενεύει ασφυκτικά γύρω απ’ την πόλη. Τα ξημερώματα εντοπίζονται γερμανοτσολιάδες στην οδό Θηβών. Η σάλπιγγα του ΕΛΑΣ σημαίνει στις 6.00΄ γενική επίθεση του λαϊκού στρατού. Γίνονται μάχες σώμα με σώμα για την κατάληψη του κάθε δρόμου. Μέχρι τις 11.00΄ η αντίστασή του ΕΛΑΣ έχει καμφθεί, λόγω της έλλειψης πυρομαχικών. Τότε παίρνεται απόφαση για γενική αντεπίθεση με όσα πυρομαχικά έχουν απομείνει και δίνεται εντολή -αν χρειαστεί- να δοθεί μάχη με τις πέτρες ή με τα χέρια. Ο ανεφοδιασμός από τις γύρω περιοχές είναι αδύνατος, αφού η Κοκκινιά κυκλώνεται από -περίπου- 1800 Ναζί. Οι Γερμανοί διανυκτερεύουν στην πόλη.[7]
Τετάρτη 8 Μάρτη 1944. Οι Ναζί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους ξημερώνονται ταμπουρωμένοι στο δημοτικό σχολείο, που βρίσκεται επί των οδών Γρεβενών και Ραιδεστού, ενώ περιμετρικά τους φρουρούν οπλοπολυβόλα. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κάνουν επιδρομές στην πόλη, τρομοκρατούν και συλλαμβάνουν τους Κοκκινιώτες, ερευνώντας εξονυχιστικά τα σπίτια για μαχητές του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ. Με εκφοβιστικές ανακοινώσεις από τα δικά τους πλέον “χωνιά” επιχειρούν -μάταια- να στρέψουν τον Κοκκινιώτικο λαό κατά του ΕΛΑΣ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ. Δηλώνουν ότι δεν θα πειράξουν κανέναν εάν δεν τους επιτεθεί ο ΕΛΑΣ, αποκαλύπτοντας το αίσθημα φοβίας κι ανασφάλειας που βιώνουν οι ίδιοι μες στην αντιστασιακή φωλιά της Κοκκινιάς. Το ίδιο πρωί οι ταγματασφαλίτες εκτελούν τους συλληφθέντες της 5ης Μάρτη 1944 στην πλατεία των Αγίων Αναργύρων. Αργά το απόγευμα οι Ναζί αποχωρούν από την Κοκκινιά με την κουστωδία τους, μεταφέροντας 300 αιχμάλωτους στο Χαϊδάρι. Ο λαός ανασαίνει προσωρινά με την αποχώρηση του κατακτητή κι εξακολουθεί τον αγώνα ως το επόμενο μεγάλο χτύπημα, το περιβόητο μπλόκο της πόλης που πραγματοποιείται στις 17 Αυγούστου 1944, 5 μήνες μετά.[8]
Ο Γ. Πισσάνος -διοικητής και καπετάνιος του 3ου Τάγματος του ΕΛΑΣ- χαρακτήρισε την 7η Μάρτη 1944 σημαντική ημέρα δόξας για την Κοκκινιά, γιατί αυτήν την ημέρα η πόλη σφράγισε την αντιστασιακή ιστορία της. Στην έκθεση του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αναφέρεται, επίσης, πως ήσαν απερίγραπτοι οι ηρωισμοί των μαχητών. Εκείνο, όμως, που δημιούργησε δέος και ξεπέρασε κάθε προσδοκία ήταν η συμμετοχή του λαού (ανδρών, γυναικών, εφήβων ακόμα και των παιδιών). Τρέχανε να συνδράμουν τους τραυματίες, να βρουν φυσίγγια, οπλίζονταν και ζητούσαν να οργανωθούν άμεσα στον ΕΛΑΣ. Στήριξαν την αντίσταση με απαράμιλλο θάρρος, αίσθημα ευθύνης, αυτοθυσία και ψυχική γενναιότητα.[9]
Οι Γερμανοί κι οι ντόπιοι συνεργάτες τους δεν κατόρθωσαν να πατήσουν ξανά -οργανωμένα- το πόδι τους στην Κοκκινιά μέχρι την 17η Αυγούστου, τη μέρα που η πόλη ζει την κορυφαία στιγμή της αιματοχυσίας της, το ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς. Το “Μπλόκο” ήταν -μεταξύ άλλων- η εκδικητική κατάληξη του δράματος της 7ης Μάρτη, τ’ αντίποινα των Γερμανών για την ήττα που υπέστησαν στη Μάχη της Κοκκινιάς.
[1] Ψηφιακό Ηλεκτρονικό Αρχείο της ΕΡΤ.
[2] Στο ίδιο.
[3] Βαμβακάς Μ, Ζέρβας Θ., κ.ά., Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, ό. π., σ. 28, 42.
[4] Βαμβακάς Μ, Ζέρβας Θ., κ.ά., Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, ό. π., σ. 29.
[5] Στο ίδιο, σ. 30.
[6] Στο ίδιο, σ. 31-32.
[7] Στο ίδιο, σ. 33-35
[8] Στο ίδιο, σ. 38.
[9] Στο ίδιο, σ. 39.
Το Μπλόκο της Κοκκινιάς
ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΙΑΣ
Πέμπτη 17 Αυγούστου 1944
Οι ακρότητες των Γερμανικών Αρχών αυξήθηκαν δραματικά -κατά το τελευταίο ιδίως έτος της Κατοχής- καθώς η κυριαρχία τους βρισκόταν υπό διαρκή αμφισβήτηση από το κίνημα της Εθνικής Αντίστασης κι οι δυνάμεις τους δεν επαρκούσαν πλέον για να ελέγχουν τη χώρα. Οι γερμανικές εκθέσεις συχνά επισήμαιναν ότι το αντιστασιακό κίνημα δεν θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί χωρίς τη συμπάθεια και την υποστήριξη του άμαχου πληθυσμού. Στα έγγραφά τους αναφέρουν χαρακτηριστικά πως: «ο πληθυσμός αυτός είναι απολύτως συνένοχος για τις γερμανικές απώλειες». Με βάση το σκεπτικό αυτό έπρεπε -ιδίως στα “κέντρα του συμμοριτισμού”- να θεωρηθεί ο λαός εχθρικός και να τύχει ανάλογης μεταχείρισης. Αυτό το απλουστευτικό σχήμα “νομιμοποιούσε” στα μάτια των Γερμανών αξιωματούχων και στρατιωτών τα συλλογικά αντίποινα και διέλυε τους όποιους ενδοιασμούς είχαν οι διοικούντες για τις επιθέσεις ενάντια στον άμαχο πληθυσμό. Εκτός από τις μεγάλες εκκαθαρίσεις των κατακτητών στα Καλάβρυτα (13-12-1943) και στο Δίστομο (10-6-1944), που κατέληξαν σε ολοκαύτωμα, ανάλογες επιθέσεις αντιμετώπισε και το αντάρτικο των πόλεων με τα περιβόητα “μπλόκα” στην Κοκκινιά και σ’ άλλες εργατικές συνοικίες.[1]
Από το Μάρτη του 1944 -που έγινε η Μάχη της Κοκκινιάς- μέχρι το Μπλόκο, που πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου του ίδιου χρόνου, η Κοκκινιά προετοιμαζόταν για μιαν απαράμιλλη σε βαναυσότητα αιματηρή θυσία. Οι ταγματασφαλίτες πραγματοποιούσαν “μπλόκα” στην ευρύτερη περιοχή του Πειραιά, προκειμένου να εντοπίσουν τους Κοκκινιώτες αντάρτες. Οι αντιστασιακές οργανώσεις έδωσαν εντολή στα στελέχη τους να διαμένουν τις νύχτες εκτός Κοκκινιάς. Η καθημερινότητα χαλάρωσε, όμως, την ετοιμότητα των κατοίκων, οι οποίοι -παρά την εγρήγορση- βρέθηκαν ουσιαστικά απροετοίμαστοι για το μεγάλο φονικό της 17ηςΑυγούστου.[2]
Στις 15 Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί επιχειρούν να μπουν από τα Μανιάτικα του Πειραιά στο νότιο μέρος της Κοκκινιάς, οπότε γίνονται αντιληπτοί από το λαό και τις αντιστασιακές οργανώσεις. Η αναχαίτισή τους αρχίζει αμέσως και καταλήγει σε πολύωρες οδομαχίες. Σε πρώτη φάση -παρά την ανισομέρεια μεταξύ των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και των Γερμανών- καταφέρνουν οι Κοκκινιώτες σύσσωμοι με τους αντάρτες ν’ αναχαιτίσουν τον εχθρό. Το απόγευμα της ίδιας μέρας ριπές πολυβόλων, φωτοβολίδες και όλμοι δίνουν το σύνθημα ότι αρχίζει πολυμέτωπη επίθεση στην πόλη. Οι μάχες διαδραματίζονται σ’ όλες τις γειτονιές της Κοκκινιάς, ενώ τα μέτωπα των συγκρούσεων συγκλίνουν στο κέντρο της. Η υπεροπλία των Γερμανών και η συνεργασία των ντόπιων δωσίλογων καταλήγουν στη σύλληψη των πρώτων αιχμαλώτων και τη μεταφορά τους με φορτηγά στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου.[3]
Προς το ξημέρωμα της 17ης Αυγούστου, κοντά στις 2:30΄ το πρωί ξεκινά το δράμα της ομαδικής εξόντωσης που θα κορυφωθεί όταν ανέβει ο ήλιος. Δεκάδες γερμανικά καμιόνια περικυκλώνουν τις γύρω περιοχές: Κορυδαλλό, Αιγάλεω, Δαφνί, Ρέντη, Κερατσίνι, Φάληρο, Πειραιά. Ο κλοιός σφίγγει ασφυκτικά γύρω από την πόλη, στην οποία καταφθάνει μαζί με τους κατακτητές και το μηχανοκίνητο τμήμα του δωσίλογου Ν. Μπουραντά. Την ώρα που ο κόσμος κοιμάται, 3.000 Γερμανοί κι Έλληνες ταγματασφαλίτες εισβάλλουν βαριά οπλισμένοι στην Κοκκινιά.[4]
Μετά τις 6:00΄ ακούγονται τα χωνιά των ταγματασφαλιτών: «Προσοχή-προσοχή! Σας μιλάνε τα τάγματα ασφαλείας. Όλοι οι άντρες από 14 έως 60 ετών να πάνε στην πλατεία της Οσίας Ξένης για έλεγχο ταυτοτήτων. Όσοι πιαστούν στα σπίτια τους θα τουφεκίζονται επί τόπου». Πανικός κυριαρχεί παντού. Οι στέγες, οι καταπακτές και τα πηγάδια αποτελούν τις κρυψώνες των αρρένων Κοκκινιωτών. Οι πόρτες των φτωχικών παραγκόσπιτων γκρεμίζονται με υποκόπανους, ενώ οι αγωνιστές σέρνονται με κλωτσιές και βρισιές στον τόπο του μαρτυρίου. Όσοι δεν υπακούν την εντολή εκτελούνται επιτόπου στα σπίτια τους. Η αντίσταση των ΕΛΑΣιτών πνίγεται στο αίμα.[5]
Γύρω στις 8:00΄ η πλατεία της Οσίας Ξένης κι οι γύρω δρόμοι ξεχειλίζουν από κόσμο. Χιλιάδες άτομα συγκεντρώνονται και χωρίζονται σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους, έτσι ώστε οι κουκουλοφόροι να υποδεικνύουν ποιος θα θανατωθεί. Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι μες στον καυτό Αυγουστιάτικο ήλιο. Αρκετοί λιποθυμούν κι εναγωνίως ζητούν λίγες σταγόνες νερό. Όσες γυναίκες προσπαθούν να πλησιάσουν τους κρατούμενους για να τους προσφέρουν νερό κακοποιούνται μπροστά σε όλους. Στην πλατεία οι κουκουλοφόροι προδότες ξεδιαλέγουν τους -προς εκτέλεση- μελλοθάνατους. Ο τόπος της εκτέλεσης είναι κοντά στην πλατεία της Οσίας Ξένης στη μάντρα ενός ταπητουργείου, στη συμβολή των οδών Κιλικίας και Θείρων. Ο Γερμανός δήμιος που βρίσκεται στο πόστο του μέσα στη Μάντρα πίνει ούζο κι εκτελεί αναφωνώντας «άλλε (alle) κόμμουνιστ καπούτ» (όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν). Η φράση αυτή μαρτυρά το μένος των Γερμανών και των συνεργατών τους για τους κομμουνιστές, ενάντια στους οποίους έστρεψαν πρωτίστως την οργή τους, γιατί αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της Αντίστασης. Η εικόνα είναι αποτρόπαια. Σωρός τα πτώματα τσουβαλιασμένα το ένα πάνω στ’ άλλο και το αίμα δυο πήχες να γλείφει το δάπεδο. Οι Γερμανοί δίνουν διαταγή στους κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς. Καθώς παλεύουν με τα κουφάρια για να βρουν τα πολύτιμα αντικείμενα πέφτουν ξέπνοοι από τα γερμανικά πολυβόλα.[6]
Μια ομάδα ανταρτών -με επικεφαλής την ξακουστή αντάρτισσα Διαμάντω Κουμπάκη- κρύβονται στο βόρειο τμήμα της πόλης στα σπίτια συναγωνιστών. Η περιοχή ζώνεται από τους Γερμανούς στις φλόγες. Από τα 90 σπίτια καίγονται ολοσχερώς τα 80 στη συνοικία του 4ου Καραβά που ονομάζεται Καμένα. Το κρησφύγετο της ομάδας του εφεδρικού ΕΛΑΣ -όπου συμμετείχε η Κουμπάκη- αποκαλύπτεται, η αντάρτισσα συλλαμβάνεται κι οδηγείται με άγριο ξυλοδαρμό στη Μάντρα, όπου θ’ αφήσει αγέρωχη την τελευταία πνοή της.[7]
Η αυλαία της τραγωδίας κλείνει γύρω στις 18:00΄ με το ξεδιάλεγμα 8.000 ομήρων. Η πόλη μυρίζει θάνατο. Η Κοκκινιά μετρά τους νεκρούς της, οι οποίοι ξεπερνούν τους 148. Στη Μάντρα του Μπλόκου εκτελέστηκαν εκείνη την ημέρα 72 άντρες -τα ονόματα των οποίων έγιναν εκ των υστέρων γνωστά- και δυο γυναίκες, η Διαμάντω Κουμπάκη και η Αθηνά Μαύρου. Την επαύριον ο λαός της Κοκκινιάς πενθεί και ξεπλένει τ’ ανεξίτηλα σημάδια του αίματος με συνεχή αντίσταση. Η αντιπαράθεση με τον ξένο κατακτητή και τα ντόπια φερέφωνά του αποτελεί την αγωνιστική παρακαταθήκη του λαού της Κοκκινιάς, που πλήρωσε βαρύτατο φόρο τιμής κι αίματος στο ιστορικά αλησμόνητο Μπλόκο της πόλης.[8]
Σημειώνουμε, επίσης, ότι θύματα υπήρξαν και στο σαρανταήμερο μνημόσυνο των νεκρών του Μπλόκου, όταν οι Γερμανοί χτύπησαν- από το πολυβολείο που έστησαν στον Καραβά- αθώους πολίτες που βρίσκονταν στην πλατεία μετά την επιμνημόσυνη δέηση στο Ναό της Οσίας Ξένης.
Η απελευθέρωση ήρθε λίγο αργότερα. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 ξημέρωσε η μέρα της λευτεριάς. Μετά από τρεισήμισι χρόνια σκλαβιάς και θυσιών ξεχύθηκε ο λαός στους δρόμους για να γιορτάσει τη δική του Ανάσταση, αφού πρώτα υπέστη τη σταύρωση στα πρόσωπα τόσων αδικοχαμένων πατριωτών αγωνιστών.
[1] Ηλεκτρονικό Ιστορικό Αρχείο της ΕΡΤ.
[2] Βαμβακάς Μ., Ζέρβα Θ., κ. ά., Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, ό. π., σ. 45-47.
[3] Στο ίδιο, σ. 46.
[4] Στο ίδιο, σ. 47.
[5] Στο ίδιο, σ. 47-48.
[6] Στο ίδιο, σ. 49-50.
[7] Στο ίδιο, σ. 50.
[8] Στο ίδιο, σ. 56-57.
Σύγχρονη Νίκαια
Η Νίκαια σήμερα είναι μια σύγχρονη πόλη, η οποία διατηρώντας κάποια από τα παραδοσιακά στοιχεία της και κρατώντας άσβεστες τις ιστορικές μνήμες του παρελθόντος, διεκδικεί δυναμικά το παρόν της δημιουργώντας, έτσι, την παρακαταθήκη του μέλλοντος.
Το πολυπληθές ανθρώπινο δυναμικό της, σύμφωνα με την απογραφή του 1991 άγγιξε τους 87.700 κατοίκους, ενώ το 2001 απογράφηκαν 93.086 δημότες. Στην πραγματικότητα ο πληθυσμός ανέρχεται περί τους 120.000 κατοίκους, αφού στην πόλη ήρθαν και κατοίκησαν -κυρίως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο- άτομα από την επαρχία, ενώ το έμψυχο υλικό της εμπλουτίζεται διαρκώς, λόγω της έντονης (εσωτερικής κι εξωτερικής) μετανάστευσης που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.
Πολλά έργα πραγματοποιήθηκαν με τις προσπάθειες των δημοτικών αρχών και την επικουρία των δημοτών, άλλα σχεδιάζονται κι άλλα εκκρεμούν μέχρι να δημιουργηθεί το κατάλληλο πλαίσιο περάτωσής τους. Το σύγχρονο πρόσωπο της πόλης διαμορφώνεται, όσο το δυνατόν πιο λειτουργικό και πρόσφορο για την αξιοπρεπή, δημιουργική και αναπτυξιακή διαβίωση των κατοίκων μέσα στα νέα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα.
Ο Δημοτικός Κήπος, ο λόφος της Δεξαμενής, ο ευρύτερος διαμορφούμενος χώρος του Σελεπίτσαρι μες στον οποίο εντάσσεται το Κατράκειο θέατρο, οι πλατείες, οι παιδικές χαρές προσφέρουν χώρους περιπάτου κι αναψυχής. Ο δημότης της Νίκαιας έχει τη δυνατότητα να επιλέξει διάφορα σημεία στην πόλη, όπου δύναται να εκτονώσει δημιουργικά τις όποιες πολιτιστικές, αθλητικές, κοινωνικές ανάγκες κι ανησυχίες του.
Πολιτισμικές εστίες - Πολιτιστικοί χώροι
1. Το Κατράκειο Θέατρο, χωρητικότητας 5.500 θεατών, όπου λαμβάνουν χώρα οι περισσότερες εκδηλώσεις του Πολιτιστικού Καλοκαιριού, το οποίο πραγματοποιείται το μήνα Σεπτέμβριο και συγκεντρώνει θεατές από ολόκληρο το Λεκανοπέδιο Αττικής. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη καλλιτεχνική εκδήλωση του Δήμου, στα πλαίσια της οποίας -στο Κατράκειο και στους υπόλοιπους πολιτιστικούς χώρους της πόλης- φιλοξενούνται ποικίλες εκδηλώσεις, κυρίως μουσικές, θεατρικές και άλλες.
2. Το Δημοτικό Κηποθέατρο, το οποίο βρίσκεται μέσα στο Δημοτικό Κήπο της Νίκαιας, επί της οδού Κύπρου και Προύσσης, χωρητικότητας 700 ατόμων. Το Κηποθέατρο ανακαινίστηκε το 2004, φιλοξενεί έναν αριθμό εκδηλώσεων του Πολιτιστικού Καλοκαιριού και το μεγαλύτερο μέρος του ετήσιου Μαθητικού Φεστιβάλ, την καταληκτική γιορτή των σχολείων της πόλης.
3. Το Θεατράκι της Δεξαμενής, το οποίο βρίσκεται στο λόφο του Αγίου Φίλιππα, επί της οδού Ακροπόλεως, χωρητικότητας 70 ατόμων, όπου πραγματοποιούνται εκδηλώσεις φορέων σ’ ένα μικρό φιλόξενο θερινό χώρο.
4. Το Θεατράκι της πλατείας Χαλκηδόνας, το οποίο βρίσκεται μες στην πλατεία Χαλκηδόνας, όπου πραγματοποιούνται εκδηλώσεις διαφόρων φορέων, ενώ στον υπόγειο χώρο του φιλοξενούνταν επί σειρά ετών η Σχολή Αγιογραφίας του Δήμου.
5. Δημοτικός Κινηματογράφος: “Σινέ Νίκαια”. Στη Νίκαια λειτουργεί από τον Ιούνιο μέχρι το Σεπτέμβριο θερινός κινηματογράφος, το “Σινέ Νίκαια”, στον πολιτιστικό πολυχώρο “Μάνος Λοΐζος”, ο οποίος διαθέτει 100 καθίσματα. Ο κινηματογράφος απόκτησε το δικό του κινηματογραφόφιλο κοινό, το οποίο επιλέγει τον καταπράσινο χώρο του για τις θερινές προβολές, συνδυάζοντας την απόλαυση της ταινίας με την άνεση και την οικειότητα του χώρου.
Οι πολιτιστικές εκδηλώσεις το Δήμου και των μαζικών φορέων της πόλης πραγματοποιούνται σε διάφορους πολιτιστικούς χώρους, όπως στην αίθουσα εκδηλώσεων του Δημαρχείου, στις αίθουσες του πολιτιστικού πολυχώρου “Μάνος Λοΐζος”, στις 9 πλατείες της πόλης, στα προαναφερθέντα θέατρα, στο Χαμάμ, στηΜάντρα του Μπλόκου.
Επίσης, στην πόλη λειτουργούν η αίθουσα εκδηλώσεων της Ένωσης Ποντίων Νίκαιας-Κορυδαλλού, η οποία ανήκει στην Ένωση Ποντίων Νίκαιας-Κορυδαλλού, επί των οδών Κιλικίας και Καισαρείας, καθώς κι η αίθουσα Σμυρναίων, επί των οδών 28ης Οκτωβρίου και Παντελή Νικολαΐδη. Αμφότερες, φιλοξενούν πληθώρα εκδηλώσεων των φορέων της Νίκαιας, πέρα απ’ τις εκδηλώσεις των μελών τους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Δήμος Νίκαιας διαθέτει μια αξιόλογη σειρά με έργα μεγάλων ζωγράφων, τα οποία εκτίθενται κατά κύριο λόγο στην αίθουσα εκδηλώσεων, αλλά και σε άλλους χώρους του Δημαρχείου, επί της οδού Π. Τσαλδάρη 10. Η συλλογή περιλαμβάνει 211 έργα, τα οποία είναι εικαστικές δημιουργίες περισσότερων των 80 καλλιτεχνών, τα οποία κοσμούν τους χώρους και την αίθουσα εκδηλώσεων του Δημαρχείου.
Ιστορικοί χώροι
1 Η Μάντρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς. Πρόκειται για τον πλέον ιστορικό χώρο της πόλης, τον τόπο όπου μαρτύρησε κι άφησε τη στερνή του πνοή πλήθος αγωνιστών/δημοτών (αντρών και γυναικών) στο ιστορικό Μπλόκο της Κοκκινιάς, που πραγματοποιήθηκε στις 17 Αυγούστου του 1944, στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής.
Το κτιριακό συγκρότημα της Μάντρας της Κοκκινιάς, που βρίσκεται επί των οδών Κιλικίας και Ηλιουπόλεως, αποτελείται από τρεις ενότητες: τo κτίριο που στεγάζεται σήμερα το “Μουσείο Εθνικής Αντίστασης” με τις φωτογραφίες των εκτελεσμένων, τον περιβάλλοντα χώρο (κήπο) κι ένα μονόκλιτο κέλυφος κτιρίου χωρίς στέγη, όπου το καλοκαίρι πραγματοποιούνται επιλεγμένες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, όπως κουαρτέτα εγχόρδων, ποιητικές βραδιές κι άλλες εκδηλώσεις τέχνης και μνήμης, οι οποίες συνάδουν με την ιερότητα του θυσιαστικού χώρου. Το Μνημείο είναι επισκέψιμο, ανοιχτό για το κοινό και τα σχολεία της πόλης, καθώς και για όποιο άτομο ή φορέα επιθυμεί να γνωρίσει από κοντά την ιστορική Μάντρα του Μπλόκου της Κοκκινιάς.
2 Το Παλιό Χαμάμ. Το περίφημο Χαμάμ της πόλης, τα δημόσια λουτρά που μεριμνούσαν για την καθαριότητα, την περιποίηση και την αισθητική φροντίδα των λουομένων δημοτών, βρίσκεται επί των οδών Μυλασών και Αρμενίων Προσκόπων -στην αυλή του 3ου Γυμνασίου Νίκαιας- και λειτουργεί ως αίθουσα εκδηλώσεων του σχολείου και άλλων φορέων.
3 Το Εκκλησιαστικό Μουσείο εντός του Μητροπολιτικού Μεγάρου, επί της οδού Κύπρου και Θείρων, το οποίο φιλοξενεί την εκκλησιαστική κληρονομιά (πολύτιμα σκεύη, ιερά αντικείμενα, εκκλησιαστικά βιβλία κ.ά.). Μνημεία
Στο Δήμο Νίκαιας συναντάμε τα εξής μνημεία και τιμητικές πλάκες:
1. Το Ηρώο της Πόλης, το οποίο φιλοτέχνησε ο γλύπτης Γιώργος Ζογγολόπουλος και
βρίσκεται στην Πλατεία 17ης Αυγούστου 1944 (Οσία Ξένη).
2. Το Μνημείο των Πεσόντων στο Μπλόκο της Κοκκινιάς, το οποίο βρίσκεται στο Γ΄ Νεκροταφείο.
3. Πλάκες τιμής και μνήμης αφιερωμένες στους πεσόντες του Μπλόκουβρίσκονται στα εξής σημεία: Πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου, Πλατεία 4ου συγκροτήματος (Τζαβέλα και Λακωνίας), Πλατεία Αθηνάς Μαύρου, Πλατεία Ηρώων (Γρηγορίου Ε’ και Ροδοπόλεως), Αρμένικα (Ακροπόλεως και Αρτέμιδος), Κ. Γέμελου και Μαινεμένης.
4. Τιμητική πλάκα επί των οδών Κασταμονής και Ιωνίας.
5. Την προτομή Διαμάντως Κουμπάκη στην ομώνυμη πλατεία.
6. Το άγαλμα του Ελευθερίου Βενιζέλου στην ομώνυμη πλατεία.
7. Μνημείο αφιερωμένο στη Μάχη της Κοκκινιάς στην Πλατεία Δαβάκη.
8. Το άγαλμα του Αφανούς Προσκόπου, το οποίο φιλοτεχνήθηκε από το γλύπτη Γιάννη Τρέζο, επί των οδών Π. Ράλλη και Χριστοπούλου.
9. Το άγαλμα του Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου στην Πλατεία Δαβάκη.
10. Την Προτομή των Αμερικανίδων Κυριών στην οδό 7ης Μάρτη 1944.
11. Το άγαλμα της Μικρασιάτισσας Μάνας, το οποίο φιλοτεχνήθηκε από το γλύπτη Γεώργιο Γεωργιάδη στην Πλατεία Δημοκρατίας.
12. Το άγαλμα του Αρμενίου Δασκάλου Σιμόν Ζαβαριάν, επί της οδού Ν. Μπελογιάννη (δίπλα στο αρμένικο σχολείο).
13. Το Άγαλμα του Μάνου Κατράκη, το οποίο φιλοτεχνήθηκε από το γλύπτη Μέμο Μακρή, στο Κατράκειο Θέατρο.
Εκδόσεις με την υποστήριξη του Δήμου Νίκαιας
Φοίνιξ Νικαίας (περιοδικό, Μάρτιος-Ιούνιος 1974) Δήμος Νίκαιας, Αρχείο Δημοτικής Βιβλιοθήκης
* Ενημερωτικό Δελτίο Δήμου Νίκαιας (περιοδικό, Ιούνιος-Δεκέμβριος 1977) Δήμος Νίκαιας, Αρχείο Δημοτικής Βιβλιοθήκης
*Κανονισμός Λειτουργίας Δημοτικού Συμβουλίου (1995-1998) Δήμος Νίκαιας, 1995
* Το σχολείο μας… Ιστορικό λεύκωμα 6ου Δ.Σ.Ν. Δήμος Νίκαιας, 1998
* H Γ’ ηλικία σήμερα: Πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις Δήμος Νίκαιας, 1999
* Στιχάκια για πρωτάκια Άκης Παράσογλου, εικονογράφηση ΡΕΝΑΤΕ, Δήμος Νίκαιας, 1999
* ΚΑΠΗ: Μπροστά στην πρόκληση του 21ου αιώνα Δήμος Νίκαιας, 2000
* Προσκοπική Νίκαια 1923-2000 Πάτρας Γιάννης, Παπαληθείου Γρηγόρης Δήμος Νίκαιας, 2002
* Ολυμπιακοί Αγώνες. 28 αιώνες Ιστορία, Αθλητισμός, Πολιτισμός Δήμος Νίκαιας, Ειδικές Εκδόσεις Λαμπρόπουλος, Αθήνα, 2000
* Μικρασιατικός Ελληνισμός: Οδοιπορικό Θανάτου και Ανάστασης Γιάμαλη Χατζηιωάννου Ε., Δήμος Νίκαιας, 2001
* Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας Δήμος Νίκαιας, Εκδόσεις Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2002
* Καλώς ήλθατε στη Νίκαια. Welcome in Nikaia (φυλλάδιο) Δήμος Νίκαιας, 2004
* Ολυμπιακοί Αγώνες. Νίκαια 2004 Μάνος Γρηγοριάδης, Νίκαια, 2004
*Ολυμπιακοί Αγώνες. Από το χθες στο σήμερα. 5ο Δημοτικό Σχολείο Νίκαιας Δήμος Νίκαιας, 2004
* Οι εξελίξεις στην Παιδεία και ο ρόλος της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Δήμος Νίκαιας. Δημοτική Επιτροπή Παιδείας. Τμήμα Παιδείας
Πρακτικά Ημερίδας Δήμου Νίκαιας 2-4-2005 Δήμος Νίκαιας, 2005
*Λεύκωμα για το Μπλόκο της Κοκκινιάς Δήμος Νίκαιας, 2004
* Περπατώντας στο όρος Αιγάλεω Σκευούλα Τσελέκου - Ηλίας Μπαρούνης Δήμος Νίκαιας, 2008
Οπτικοακουστικά Μέσα
Κασέτα ήχου. Κουκλοθέατρο «Τα τρία δώρα» Δήμος Νίκαιας, 1990
*C.D.-RΟΜ. Ο Δήμος Νίκαιας προς το 2004 Δήμος Νίκαιας, επιμέλεια aropsi NET, 2002
* CD. Τα Τραγούδια της Κοκκινιάς 2007
Ο Δήμος Νίκαιας σε συνεργασία με το Μουσικό Συγκρότημα Δρόμος παρουσιάζει για πρώτη φορά ένα μουσικό εγχείρημα αφιερωμένο στην πολύπαθη και πολύτιμη ιστορία της πόλης. Ένα ταξίδι στο παρελθόν με οδηγό το λαϊκό τραγούδι, μια από τις παραστατικότερες εκφάνσεις του πολιτισμού των προσφύγων.
Πολιτιστικοί Φορείς
Ο Δήμος μας είναι μέλος του δικτύου των 37 μαρτυρικών πόλεων και χωριών της Ελλάδας, εξαιτίας του πλήγματος που υπέστη την περίοδο 1940-1945 από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Ως ενεργό μέλος συμμετέχει στις διάφορες εκδηλώσεις του δικτύου. Κορυφαία ιστορικά γεγονότα είναι η ξακουστή Μάχη της Κοκκινιάς και το αιματηρό Μπλόκο της πόλης.
Στο Δήμο μας λειτουργούν, επίσης:
9 εκπολιτιστικοί/εξωραϊστικοί σύλλογοι
9 προσφυγικά σωματεία
8 αρμένικα σωματεία
3 αντιστασιακά σωματεία
3 σωματεία προσκόπων
37 αθλητικά σωματεία
52 διάφοροι σύλλογοι
Ελληνική και ξένη Βιβλιογραφία
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βαμβακάς Μ., Ζέρβας Θ., κ.ά, Το Μπλόκο της Κοκκινιάς, Δήμος Νίκαιας 2004.
*Γιαμαλή-Χατζηιωάννου Ε., Μικρασιατικός Ελληνισμός: Οδοιπορικό Θανάτου και Ανάστασης, εκδ. Δήμου Νίκαιας 2001.
*ΕΡΤ, Ψηφιακό Ηλεκτρονικό Αρχείο.
*Μιχαηλίδης Σίμος, Η Γέννηση της Κοκκινιάς, Πειραιάς 1993.
*Μιχελή Λ., Προσφύγων Βίος και Πολιτισμός, εκδ. Δρώμενα, Αθήνα 1992.
*Μιχελή Λ., Πειραιάς. Από το Πόρτο Λεόνε στη Μαγχεστρία της Ανατολής, Αθήνα 1988.
*Νικολήνταγια Κ. (μαρτυρία), Έξοδος, τομ. Α’, εκδ. Εταιρείας Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1980.
*Παπαδοπούλου Α., Η Αττική Νίκαια, Νίκαια 2003.
*Γιώργης Παπάζογλου, Αγγέλα Παπάζογλου,
Πρόγραμμα Θεατρικής Παράστασης 1999 με την Άννα Βαγενά.
*Προύσαλη Ε. κ.ά., Τα προσφυγικά σπίτια της Νίκαιας, Δήμος Νίκαιας, Αθήνα 2002.
ΞΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bourne J. Bruscino S. κ.ά, 1922. Ο μεγάλος ξεριζωμός. Η μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμών στην ιστορία, Νational Geographic 1925.
*Hirschon R., Heirs of the Greek Catastrophe. The Social Life of Asia Minor Refugees in Piraeus, εκδ. οικ. Berghahn Books, N.Y. & Oxford 1988/1989.
*Hirschon R., Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής, Μ.Ι.Ε.Τ. 2004.
- -----------------------------------------------------------------
Το παραπάνω κείμενο το δανειστήκαμε από την ιστοσελίδα
του Δήμου Νικαίας - Αγ.Ι.Ρέντη
--------------------------------------------------------------------
Σημείωση διαχειριστή.
Με email που έχει σταλεί στη ΚΟΚΚΙΝΙΑ ΜΑΣ μας επισημαίνεται ότι στο κεφάλαιο Αθλητισμός δεν αναφέρεται η ίδρυση της Προοδευτικής που ιδρύθηκε επίσημα στις 11 Ιανουαρίου του 1927, στην Παλαιά Κοκκινιά από πρόσφυγες της Μ. Ασίας. περισσότερα ΕΔΩ - ------------------------------------------------
Η ταυτότητα της Παλιάς Κοκκινιάς...
Του Βασίλη Κουτουζή από την ιστοσελίδα www.koutouzis.gr
Η Κοκκινιά είναι προσφυγική συνοικία του πολεοδομικού συγκροτήματος Πειραιά και μοιράζεται σήμερα μεταξύ των δήμων Νικαίας (κυρίως) και Πειραιά. Η Παλιά Κοκκινιά -που ανήκει στη δικαιοδοσία του Δήμου Πειραιά - συνορεύει δυτικά και βόρεια με τη Νίκαια, ανατολικά με τον Άγιο Ιωάννη Ρέντη και τα Καμίνια και νότια με τη Λεύκα. Η Κοκκινιά αρχικά ονομαζόταν «Κοκκινάδα», γιατί το έδαφος της περιοχής είχε κόκκινο χρώμα. Μετέπειτα, με τον ερχομό των πρώτων εποίκων ονομάστηκε «Κοκκινιά».
Με την άφιξη των προσφύγων, κυρίως από τη Σμύρνη και τον Πόντο διευρύνθηκε, δυτικά και βόρεια, το δε διευρυμένο τμήμα πήρε το όνομα Νέα Κοκκινιά, διακρινόμενη από την Παλιά Κοκκινιά, που είχε κατοικηθεί η περιοχή της από τους πρώτους κατοίκους.
Η μετονομασία της Νέας Κοκκινιάς σε Νίκαια έγινε το 1940, με πρόταση του Ι. Μελά, μετέπειτα δημάρχου Νικαίας, βουλευτή και υπουργού. Στο τέλος του 19ου και τις αρχές του 20ου αιώνα η Παλιά Κοκκινιά κατοικήθηκε από λίγες οικογένειες αγροτών, περιβολάρηδων και αμαξάδων (αραμπατζήδων), που προέρχονταν από χωριά του νομού Αττικής: Μάνδρα, Ελευσίνα, Ασπρόπυργο, Μενίδι και από τα Σπάτα Μεσογείων.
Η περιοχή της Παλιάς Κοκκινιάς αρχικά ήταν αραιά κατοικημένη και είχε ένα μικρό ' νεκροταφείο με το εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων, στον χώρο του οποίου -ακριβέστερα λίγο πιο πέρα- χτίστηκε ο σημερινός μεγαλοπρεπής ενοριακός ναός. Το 'να σπίτι από τ' άλλο βρίσκονταν σε μεγάλη απόσταση.
Μεταξύ τους τα σπίτια χωρίζονταν από μεγάλα οικόπεδα (αλάνες). Τα σπίτια και οι στάβλοι περιβάλλονταν από μάντρες με μεγάλες πόρτες, για να μπορούν να βγαίνουν και να μπαίνουν τα μεγαλόσωμα άλογα, τα οποία έσερναν τα κάρα τους, που εκτελούσαν μεταφορές από και για το λιμάνι του Πειραιά.
Οι μεταφορές με τα κάρα γίνονταν μέχρι το έτος 1960. Με ευεργετικό νόμοι οι ιδιοκτήτες τους πήραν άδειες για «νταλίκες». Όπως γράφει ο Χρήστος Πατραγάς στο βιβλίο του « ΜΕΓΑΛΟ ΠΕΙΡΑΪΚΟ ΛΕΥΚΩΜΑ», από τα έτη 1916-1922, με την εγκατάσταση των Αρμενίων και μετέπειτα των προσφύγων της Μικρασιατικής καταστροφής, η περιοχή άρχισε να παρουσιάζει μεγάλη ανάπτυξη λόγω των δραστηριοτήτων και επιδόσεων των νέων κατοίκων της.
Μετά τη σφαγή των Αρμενίων από τους Τούρκους τα έτη 1915-1916 και την έξοδο τους σε διάφορες κατευθύνσεις της υδρογείου, ένα πλήθος Αρμενίων εγκαταστάθηκε στην Παλιά Κοκκινιά και συγκεκριμένα στην περιοχή που βρίσκονται σήμερα τα οικοδομικά τετράγωνα: Λαμίας-Φλωρίνης και Αρμενίων αγωνιστών, κάτω ακριβώς από τη σημερινή οδό Νικ. Μπελογιάννη. Η Αρμενική κοινότητα ασχολήθηκε με πολλές επαγγελματικές δραστηριότητες, κυρίως όμως με το εμπόριο. Επιδόθηκε στα γράμματα, τον πολιτισμό και σε αθλητικές δραστηριότητες. Ίδρυσε: Αρμενική ορθόδοξη εκκλησία και Αρμενική καθολική εκκλησία, Αρμενικό σχολείο, που είναι γνωστό ως σχολείο «Σιμόν Ζα-βοριάν» (από το όνομα του δασκάλου που δίδασκε σ' αυτό), βιβλιοθήκη, θεατρική σκηνή, ως και ιατρείο. Το 1868-1869, στη λεωφόρο Θηβών και την οδό Αγίων Αναργύρων, οικοδομήθηκε ένα μικρό, πανέμορφο ξωκλήσι βυζαντινού ρυθμού μ' ένα ονομαστό, ιστορικό καμπαναριό. Είναι ο σημερινός ενοριακός ναός της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος με τη λαϊκή ονομασία Αγία Σωτήρα. Τις Κυριακές, στον πευκόφυτο περίβολο του, έκαναν την εκδρομή τους κάτοικοι των άλλων περιοχών του Πειραιά. Παλιότερα στη σημερινή οδό Μεγάρων λειτουργούσε το στρατόπεδο Βελισαρίου. Από το έτος 1922 στην περιοχή μεταξύ των ναών Αγίων Αναργύρων και Μεταμόρφωσης Σωτήρος, καθώς και στον χώρο του παλαιού στρατοπέδου Βελισσαρίου κατασκευάστηκαν παράγκες, όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, κυρίως από τη Σμύρνη. Αργότερα το μικρό νεκροταφείο καταργήθηκε και στη θέση του κατασκευάστηκαν πολυκατοικίες, που υπάρχουν και σήμερα στην οδό Αγίων Αναργύρων. (Ο μεγάλος αριθμός των προσφύγων, εκτός από τη Σμύρνη προερχόταν από τον Πόντο και εγκαταστάθηκαν στη Νέα Κοκκινιά σε μικρές λυόμενες παράγκες με 6 μ. πρόσοψη. Τις παράγκες αυτές κατασκεύασε γερμανική εταιρεία, γι' αυτό και η περιοχή πήρε το όνομα «ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ»). Γύρω στα 1930 και μέχρι την έναρξη του πολέμου 1940 η Παλιά Κοκκινιά πυκνοκατοικήθηκε, άνοιξαν οδοί και σχηματίστηκαν οικοδομικά τετράγωνα. Τα μεταπολεμικά χρόνια η περιοχή χαρακτηρίστηκε «βιομηχανική» και τα περιβόλια πήραν μεγάλη οικοπεδική αξία και μετατράπηκαν σε εργαστήρια και εργοστάσια, κυρίως στον άξονα της λεωφόρου Θηβών.
Στη λεωφόρο Θηβών και σε μικρή μεταξύ τους απόσταση υπάρχουν δυο μικροί ναοί: του Αγίου Παύλου και Των Αγίων Πάντων. Πριν από πενήντα χρόνια τα δυο αυτά εκκλησάκια περιβάλλονταν από πολλά δέντρα. Σήμερα τα εκκλησάκια πνιγμένα «στο τσιμέντο» δεν ξεχωρίζουν από την πυκνή και ευθυγραμμισμένη δόμηση.
Στη συμβολή των οδών Αγίων Αναργύρων και Μαυρογένους, εκεί που βρίσκεται σήμερα το θέατρο Γραμμών, είναι το κτίριο ΣΑΠΟΡΤΑ, που στην περίοδο του πολέμου 1940-1941 και μέχρι περίπου το έτος 1950 λειτούργησε ως Γενικό Νοσοκομείο. Σήμερα στο ίδιο κτίριο λειτουργεί πολυκατάστημα παιδικών παιχνιδιών. Η γραφική πλατεία ΝΕΡΑΪΔΑΣ βρίσκεται στην καρδιά της Παλιάς Κοκκινιάς. Παλαιότερα εκεί υπήρχαν πολλά καφενεδάκια και ήταν χώρος περιπάτου. Ακόμη ήταν η αφετηρία της συγκοινωνίας Παλιάς Κοκκινιάς-Πειραιά (σ.σ. παλαιά γραμμή 78 και μετέπειτα 907), που έχει καταργηθεί εδώ και πολλά χρόνια. Τέλος, από τις αρχές του 19ου αιώνα στην περιοχή της Παλιάς Κοκκινιάς, στις οδούς Δομοκού και Αγίων Αναργύρων, βρίσκεται το τουρκικό νεκροταφείο, το οποίο είναι ιδιοκτησία του τουρκικού κράτους και προστατεύεται από διεθνείς συμβάσεις. Μεταπολεμικά το τουρκικό νεκροταφείο χαρακτηρίστηκε Ηρώον και έχει μόνο μουσειακό χαρακτήρα. Παρ' όλα αυτά επί δημαρχίας Γιάννη Παπασπύρου, αλλά και παλαιότερα, έγινε προσπάθεια ταφής νεκρών τουρκικής υπηκοότητας, αλλά η ταφή αποτράπηκε από την αντίθεση των κατοίκων και την παρέμβαση του τότε δημάρχου (σ.σ. Μετά το 1999, όταν τουρκική αντιπροσωπεία επισκέπτεται την Αθήνα καταθέτει στέφανα σ' αυτό το Ηρώο).
Σχετικό κείμενο για την ιστορία της
Παλιάς Κοκκινιάς: paliakokkinia.blogspot.com/2008/04/19.html
---------------------------------------------------------------------
Η Δημιουργία της Κοκκινιάς
του ΜΙΧ. Λ. ΡΟΔΑ
Η “Εικονογραφημένη” παραχωρεί σήμερον τας σελίδας της εις τον προσφυγικόν κόσμον δια να παρουσιάση ένα θαυμαστόν έργον εγκαταστάσεως το οποίον εγένετο χωρίς θόρυβον εις την Κοκκινιά, εγγύτατα του Πειραιώς, εις τους πρόποδας του Κορυδαλλού και επί της αρχαίας οδού της Σαλαμίνος.
Δι’ αποφάσεως της Επαναστάσεως του 1922 εγένετο η απαλλοτρίωσις διαφόρων οικοπέδων και το ταμείον περιθάλψεως προσφύγων παρεχώρησε τα πρώτα χρηματικά ποσά δια την δημιουρ- γίαν του συνοικισμού. Την 18ην Μαρτίου 1923 κατετέθη ο θεμέλιος λίθος. Είναι ιστορική η μέρα αύτη δια τον προσφυγικόν κόσμον, διότι από τας αποθήκας και τους δρόμους του Πειραιώς επρόκειτο να στεγασθεί μονίμως, ν’ αναπαυθεί κάτω από μίαν στέγη ιδικήν του, να παρηγορηθεί δια την απώλειαν των μικρών ή μεγάλων σπιτιών του εις την Μ. Ασίαν.
Η δημιουργία του συνοικισμού της Κοκκινιάς ανετέθη υπό του τότε υπουργού κ. Δοξιάδου εις ένα άνθρωπον ο οποίος δεν είχε μόνον την πείραν του επιστήμονος μηχανικού. Αλλά είχε και την στοργήν ν’ αποκαταστήσει ταχέως τα ανθρώπινα ράκη τα οποία υπέφερον τα πάνδεινα εις τας αποθήκας. Εις τον κo Διονύσιον Γ. Κόκκινον. Το μυστικόν της επιτυχίας της αποκαταστάσεως των προσφύγων δεν συνίστατο μόνον εις την χρηματικήν δαπάνην. Έπρεπε να κυριαρχήσει πρω- τίστως ο πόνος και ο αλτρουϊσμός, η αγωνία δια να στεγασθούν το ταχύτερον τα θύματα της με- γάλης καταστροφής.
Οδός Κονδύλη 1925 (Αρχείο Γ. Μακαρατζή Συλλογή Δήμου Νικαίας) |
Δια το ιστορικόν της πόλεως ταύτης πρέπει να σημειωθεί ότι κατ’ αρχάς επρόκειτο να στεγα- σθούν οι ευρισκόμενοι εις τας αποθήκας, τα σχολεία και τους δρόμους του Πειραιώς. Κατόπιν όμως λόγω των μεγάλων αναγκών των προσφύγων επεκράτησεν η ιδέα της γενικωτέρας επεκτά- σεως του συνοικισμού.
Το έργον του ταμείου των προσφύγων εξηκολούθησε μέχρι της 1ης Ιανουαρίου 1924, την περαι- τέρω δε εργασίαν ανέλαβεν η Επιτροπή Αποκαταστάσεως εις την οποίαν μεταβιβάσθησαν ως ε- χέγγυα δια το δάνειον οι συνοικισμοί Αθηνών και Πειραιώς.
Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως προέβη αμέσως εις την δημιουργίαν των νέων μονίμων εγκατα- στάσεων επί τη βάσει σχεδιαγραμμάτων. Επί εκτάσεως 750.000 τετραγωνικών μέτρων ανηγέρ- θησαν παρά του διευθύνοντος τα έργα μηχανικού κ. Διονυσίου Γ. Κόκκινου χίλια περίπου διόροφα και μονόροφα δωμάτια τα οποία στεγάζουν ήδη 50.000 προσφύγων.
Πλατεία Οσίας Ξένης 1925 (Αρχείο Γ. Μακαρατζή Συλλογή Δήμου Νικαίας) |
Διά την δημιουργίαν της προσφυγικής πόλεως Κοκκινιάς εδαπανήθησαν εκ μέρους μεν του Ταμείου προσφύγων δραχμαί 52.768.826, εκ δε της Επιτροπής Αποκαταστάσεως 29.510.476, ήτοι σύνολο 82.279.302 δρχ. Επιπροσθέτως υπό της Επιτροπής Αποκαταστάσεως, προβλέπεται η κατασκευή νέων έργων κοινής ωφελείας, και προ παντός νοσοκομείου, αστυνομίας, υφαντηρίου σχολείου, συσσιτίου, αποθηκών, οδοποιίας, αντιπλημμυρικών έργων, φρεάτων και δενδροφυτειών. Τα έργα ταύτα προϋπολογίζονται εις 4.402.280 δρχ. και κατά πάσαν βεβαιότητα θα πραγματοποιηθούν μετά την σύναψιν νέου δανείου.
Οι πρώτες παράγκες στη Κοκκινιά 1922 (Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών-Προσφυγική Ελλάδα. Συλλογή Δήμου Νικαίας) |
Επίσης προβλέπεται η κατασκευή εκκλησιών, παιδικού σταθμού, υδροσωλήνωσις ολοκλήρου της πόλεως, μεγάλη υδαταποθήκη, διά της δαπάνης 12.000.000, οπότε συνολικώς και με τα νέα έργα αι δαπάναι θ’ ανέλθουν εις 98.681.582 δρχ.
Το πλείστον των οικημάτων κατεσκευάσθησαν εκ λιθοδομής δια καθαράς αμμοκονίας με πα- τώματα από μπετόν-αρμέ και με στέγας εκ Γαλλικών κεράμων. Διά την ύδρευσιν των κατοίκων κατασκευάσθησαν 2 φρέατα, μέχρις ότου δε συμπληρωθεί το σχέδιον της υδρεύσεως ο δήμος Πειραιώς διαθέτει 500 κυβικά μέτρα κατά εικοσιτετράωρον.
Εγκατάσταση του Ναού Αγ. Νικολάου σε αντίσκηνο δωρεά του Ν. Πλαστήρα το 1922 (αρχείο Πατέρα Προκόπιου. Συλλογή Δήμου Νικαίας) |
Οι κάτοικοι της Κοκκινιάς εγένοντο διά της πολυμόχθου εργασίας των τόσον αυτάρκεις ώστε ήρχισαν ν’ αγοράζουν τα οικήματα πληρώνοντες το δέκατον της αξίας των και χρεωλυτικώς με τόκον 8%. Δηλαδή εάν μία κατοικία εκ τριών δωματίων στοιχίζει 70.000 δρχ., προκαταβάλλουν 7.000 και υπάρχει η βεβαιότης ότι εις διάστημα 15 το πολύ ετών θα την έχουν αποπληρώσει.
Η οδός Π. Τσαλδάρη 1924 (αρχείο Πατέρα Προκόπιου. Συλλογή Δήμου Νικαίας) |
Η πόλις παρουσιάζει αληθώς συγκινητικόν θέαμα, διότι εις τους δρόμους της εδόθησαν ονόμα- τα ενθυμίζοντα την Μ. Ασίαν και τον Πόντον. Ιδού μερικά ονόματα των δρόμων: Προύσσα, Και- σάριεα, Λαοδίκεια, Μαγνησία, Ιωνία, Έφεσος, Κυδωνίαι, Μαινεμένη, Βιθυνία, Νικομήδεια, Αττά- λεια, Ταρσός, Φρυγία. Και εις ένδειξιν απείρου ευγνωμοσύνης των κατοίκων η κεντρική μεγάλη οδός φέρει το όνομα του κ. Επ. Χαριλάου, προέδρου του ταμείου των προσφύγων, και της Α- μερικανίδος φιλανθρώπου κ. Ιωσηφίνης Μορκεντάου, συζύγου του μεγάλου φιλέλληνος Μορκεν- τάου.
Ο συνοικισμός της Κοκκινιάς το 1924 ( Αρχειο Ελληνικου Λαογραφικού Ιστορικού Αρχείου.Συλλογή Δήμου Νικαίας) |
Εν εκ των μεγίστων αγαθών της νέας πόλεως είναι και η παροχή εργασίας εις γυναικόπαιδα. Και το πρόβλημα αυτό ελύθη διά της δημιουργίας 4 ταπητουργείων. Εις εν εξ αυτών, το μεγαλύτερον, της ΟΡΙΕΝΤΑΛ ΚΑΡΠΕΤ εργάζονται 1.000 περίπου άτομα με ημερομίσθιον 30 δραχμών. Τα ταπητουργεία της Κοκκινιάς αποτελούν την πρώτην βάσιν της εργασίας δια τα γυναικόπαιδα, εφ’ όσον δε πυκνούται η συγκοινωνία με τον Πειραιά, θα δύνανται και εκεί εις τα εργοστάσια να ευρίσκουν ευκόλως εργασίαν.
Οι Αμερικανοί εξακολουθούν να παρέχουν την στοργήν των εις τους πρόσφυγας κατά ένα τρόπο θετικόν. Υπό την διεύθυνσιν της Αμερικανίδος Έδισσον λειτουργεί νοσοκομείον με 70 κλίνας.
Παρέα φ'ιλων το 1924 (Αρχειο εμπορικου συλλόγοι Νίκαιας) |
Η καλοκαιρινή εσπέρα είναι γλυκειά και το δροσερό αεράκι πνέει από παντού. Από τα βουνά του Κορυδαλλού, από την θάλασσαν της Σαλαμίνος, από το Φάληρον. Και τα κορίτσια της Μ. Ασίας, εμπρός εις τα κατώφλια των, χλωμές Παναγίες, αντί μοιρολογιού, αντί θρήνου και πόνου, σιγο- τραγουδούν τα λαϊκά τραγούδια του Κορδελιού, του Μπουρνόβα και της Σμύρνης. Και το χαρω- πό και γαλήνιο τραγούδι των δεν ήτο τίποτε άλλο, και ήτο το πάν, ο αιώνιος ύμνος και ο αδιάκοπος χαιρετισμός προς τα θλιμμένα ακρογυάλια.
Πηγή: “Η Εικονογραφημένη της Ελλάδος”, Ιούλιος 192
-----------------------------
Το halkidona.gr, τιμώντας τα 90 χρόνια από τη δημιουργία της Νίκαιας, συνεχίζει τις αναδημοσιεύσεις σημαντικών τεκμηρίων.
Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Νικαιώτη
λογοτέχνη Δημήτρη Λιάτσου “Κοκκινιά, ένα όνομα μια πολιτεία”, που
κυκλοφόρησε του 1961 κ εξαντλήθηκε, θα είναι η σημερινή μας περιπλάνηση
στα μονοπάτια της πόλης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το παρακάτω κείμενο αποτελεί ιστορική μελέτη η οποία χαιρετίστηκε από μεγάλους ιστορικούς και ερευνητές της εποχής όπως ο Ιωάννης Κορδάτος κα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το παρακάτω κείμενο αποτελεί ιστορική μελέτη η οποία χαιρετίστηκε από μεγάλους ιστορικούς και ερευνητές της εποχής όπως ο Ιωάννης Κορδάτος κα.
Οι Ξεριζωμένοι
Σεπτέμβρης του ’22. Τα πρώτα καράβια με
τα μαύρα πανιά φτάνουνε στον Πειραιά, φέρνοντας στη φιλόξενη πατρίδα,
τον αλαφιασμένο εκείνο κόσμο, απ’ τις πυρπολημένες ακτές της Μικρασίας, της Θράκης κ του Πόντου, μάρτυρες και θύματα της “Μικρασιατικής
Καταστροφής”, όπως γράφτηκε στην ιστορία μας εκείνη η “κακιά ώρα”, που
ξερίζωσε τόσο αναπάντεχα ένα εκατομ- μύριο και πάνω ψυχές, βάζοντας στον
τραγικό λογαριασμό και τις άλλες χιλιάδες των πατεράδων μας, των
αδελφών μας που σκοτώθηκαν στις μάχες, που πέθαναν στις εξορίες και στα
στρατόπεδα, ακόμη το στεριωμένο και βλογημένο βίο τους που ρίχτηκε κι
αυτό μες στην κόλαση και στη φωτιά της όλης συμφοράς σαν άραξαν, λέγω,
τα καράβια, οι άνθρωποι που ’χαν απάνω, κάμανε το σταυρό τους, σκούπισαν
τα δάκρυά τους και με τα θολιασμένα μάτια τους αγνάντε ψαν τη νέα γη
που τους δέχτηκε με στοργή κι αγάπη!…
Σαν βγήκαν στη στεριά, σκύψανε και
φίλησαν το χώμα που πατουσαν, πήραν στην πλάτη τους τα τρομαγμενα παιδιά
τους και τα λίγα ρούχα που πρόλαβαν και γλύτωσαν στην τρελή φυγή τους
και τράβηξαν να σιάξουν το νέο τους βιος, να στήσουν το καινούργιο τους
νοικοκυριό.
Σμυρνιοί, Αϊβαλιώτες, Μουγλιώτες,
Μαγνησαλήδες, Ουσακλήδες, Πόντιοι, Πολίτες, Θρακιώτες κι άλλοι, κι
άλλοι, σμίξανε στον πόνο και στη συμφορά, παίρνοντας τους δρόμους ολούθε
σ’ αυτό το κομμάτι της γης που λέγεται Ελλάδα. Άλλοι τράβηξαν για τα
νησιά, άλλοι στη Θεσσαλία, στην Πελοπόννησο, στη Μακεδονία, στην Ήπειρο,
παντού. Όλη ή Ελλάδα έλεγε “καλωσορίσατε” στ’ ατέλειωτα κοπάδια της
προσφυγιάς, που κάποτε αποτελούσαν τον Ελληνισμό της Ανατολής, τον
Ελληνισμό που αφανίστηκε πέρα για πέρα για ξένες αιτίες και ξένα
συμφέροντα…
Έτσι, με την ψυχή στο στόμα, ήρθαν σε
τούτα τα χώματα της Πειραϊκής, μερικές δεκάδες χι- λιάδες πρόσφυγες.
Άνοιξαν οι εκκλησιές όλου του Πειραιά για να μπει μέσα ή γυμνή και
ταλαι- πωρημένη προσφυγιά… Χρόνια αλησμόνητα που μας τα διηγούνται οι
δικοί μας με δέος… Κάθισαν λίγους μήνες εκεί μέσα. Μετά ή κυβέρνηση του
Πλαστήρα -που ’πεσε στην πλάτη της το ασήκωτο βάρος της προσφυγικής
αποκατάστασης- παίρνει την απόφαση να σπιτώσει όπως, όπως τους
πρόσφυγες.
Γύρω στο ’23 τα πρώτα μπουλούκια των
προσφύγων, φτάνουνε στη γη τούτη που δεν είχε τότε όνομα. Απέραντα
χωράφια ακαλλιέργητα… Δω και ’κει βουνά τα σκουπίδια. Πρόχειρα αντίσκηνα
και παράγκες οι πρώτες κατοικίες.
Σ’ ένα μεγάλο αντίσκηνο βάζουν τις
εικόνες και τ’ άλλα θρησκευτικά τους κειμήλια που ’φεραν μαζί τους. Η
πρώτη τους εκκλησιά είναι τούτη, που ’μελλε αργότερα -όχι σε πολλά
χρόνια- να γίνει ή Μητρόπολή τους.
Με πληθιά ύστερα άρχισαν να χτίζονται,
έτσι στα γρήγορα, τα πρώτα σπίτια για να μπούνε μέσα οι κατατρεγμένοι,
οι ξεσπιτωμένοι, που βρέθηκαν στους πέντε δρόμους, γιατί το ’θελαν οι
τρανοί εκείνης της εποχής, που κανόνιζαν τις τύχες των απλών ανθρώπων.
Προτού τελειώσουν καλά-καλά τα χτισίματα
μπαίνουν μέσα. Κουρελούδες και τσουβάλια βάζουν για να προφυλάξουν τα
παιδιά τους από το κρύο. Από κοντά με τους κτιστάδες στρώνονται κι αυτοί
στη δουλειά. Βοηθούνε τα συνεργεία, ανεβαίνουν στις σκαλωσιές,
δουλεύουν, δουλεύουν για το στήσιμο της καινούργιας τους ζωής. Σε λίγους
μήνες είναι έτοιμος κιόλας ο συνοικισμός της Νέας Κοκκινιάς. Από που
δόθηκε τούτο τ’ όνομα; ρωτάνε ακόμα πολλοί. Απ’ τα χώματα που ’ταν
κόκκινα. Κοκκινάδα λέγανε την περιοχή. Μα τι σημασία έχει αυτό! Η Νέα
Κοκκινιά, άρχισε πια ν’ αναπνέει, να ζει γρήγορα. Μπήκε στο ρυθμό της
ζωής τόσο γρήγορα που ξάφνιασε τους ντόπιους, κάνοντας πολλούς ν’
αλλάξουν γνώμη για το τι είναι οι πρόσφυγες που τότε -μήπως και σήμερα;-
καλλιεργούταν συστηματικά ένα μίσος ενάντια στο προσφυγικό στοιχείο για
διάφορους λόγους.
Μέσα σ’ ένα χρόνο ή Κοκκινιά γεννήθηκε,
ξεφύτρωσε ολοζώντανη μέσα από τα χωράφια και τα σκουπίδια. Οι κάτοικοί
της δεν σταύρωσαν τα χέρια. Πέφτουν με τα μούτρα στη δημιουργία, στο
πλάσιμο της νέας τους πολιτείας, νομίζοντας πως είναι ή πατρίδα τους,
άλλος ή Σμύρνη, άλλος ή Τραπεζούντα, τ’ Άϊβαλί, οι Κυδωνιές και τα
Βούρλα. Αναστήθηκαν οι χαμένες πατρίδες με το χτίσιμο της Κοκκινιάς, της
πόλης τούτης που αργότερα έφτασε ν’ ακούγεται τ’ όνομά της σ’ όλη τη
χώρα μα και πιο πέρα απ’ αυτή. Οι ξεριζωμένοι θαυματούργησαν. Τι έκαναν
και τί κάνουν; Γράφω πάρα κάτω…
Τα Πρώτα Σκιρτήματα
ΔΕΝ πέρασε ούτε ένας χρόνος κι ο κόσμος
της Νέας Κοκκινιάς αρχίζει να σκιρτά, να κινείται, ν’ αντιδρά στη
κατάσταση που τους έφερε ο πόλεμος και ο ξεριζωμός. Η αντίδραση αυτή
εκδη- λώθηκε με την ίδρυση σωματείων και ομίλων. Ζωντανοί άνθρωποι οι
πρόσφυγες δεν το ’βαλαν κάτω, όπως θα περίμενε κανείς, ύστερα από τόσα
δεινά που τράβηξαν.
Παρέες - παρέες δημιουργούν πυρήνες
ενότητας, βάζουνε τις βάσεις για το πολιτιστικό τους ξεκίνημα, θέλοντας
έτσι να συνεχίσουν την παράδοση, την ιστορία των πατρίδων τους. Και να,
δεν αργούν να φανούν τα πρώτα σημάδια, προμηνύματα της μεγάλης πορείας
που έκανε ή Κοκκινιά προς τον πολιτισμό.
Μια μορφή, μια σεπτή μορφή εμφανίζεται
παντού, ανάβει τα φυτίλια της δημιουργίας. Ο Μητρο- πολίτης απ’ τη
Σεβάστεια του Πόντου Γερβάσιος. Αυτός μπαίνει μπροστά κι ανασκουμπώνει
και τους άλλους. Αρχίζει απ’ τη θεμελίωση εκκλησιών για να προχωρήσει με
διαβήματα στις αρχές για ίδρυση σχολείων.
Παράλληλα ιδρύονται και τα πρώτα
εκπολιτιστικά σωματεία, τα πιότερα με ονόματα συλλόγων από τις αξέχαστες
πατρίδες. Έτσι, στα τέλη του 1925 ιδρύεται το πρώτο πολιτιστικό
σωματείο. Ο Μουσικο-αθλητικός σύλλογος “Αχιλλέας”, που τον ίδρυσαν μέλη
του ιστορικού και ομώνυμου συλλόγου της Κωνσταντινούπολης, που απ’ το
1905 χρονολογείται ή ίδρυσή του και το ξεκίνημα της δράσης. Οι νοσταλγοί
της παλιάς ωραίας εποχής που έζησαν κοντά στον “Αχιλλέα” της Πόλης στο
Τσιμπαλί, τον ξανανασταίνουν στο συνοικισμό της Ν. Κοκκινιάς. Αυτοί
είναι: Γ. Αράπογλου, Λ. Παπαδόπουλος, Λεωνίδας και Σταύρος Χιονόπουλος
και ο αρχιμουσικός Α. Μαυρίδης, που σ’ αυτόν οφείλει από τότε μέχρι
σήμερα ή πόλη μας πάρα πολλά για τις υπηρεσίες που πρόσφερε ιδρύοντας
κατά καιρούς φιλαρμονικές.
Ο “Αχιλλέας” λοιπόν, είναι το πρώτο
σωματείο που ιδρύθηκε στην πόλη μας. Με μερικά όργανα που έφεραν απ” την
πατρίδα τους τα μέλη, δημιουργήθηκε μια μικρή μπάντα.
Η δράση του “Αχιλλέα” κράτησε πάνω από
έναν χρόνο. Ύστερα ενώθηκε -το 1926- μ’ ένα άλλο εκπολιτιστικό σωματείο,
την “Προοδευτική Νεολαία”, που κι αύτη έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο. Από την
ένωση των δυο συλλόγων ιδρύθηκε ή “Ένωση Νέων”.
Η Προοδευτική Νεολαία, ιδρύθηκε από
τους: Στ. Κοραή, Δ. Καραμπετιάδη, Άγγ. Μποντζίδη, Σ. Σαββίδη και Γεώρ.
Αμφιλοχιάδη. Ήταν μορφωτικός και Ψυχαγωγικός σύλλογος καλλιεργώντας
συνάμα τον αθλητισμό και τον εκδρομισμό (με πληροφόρησαν πως η
Προοδευτική, το ποδο- σφαιρικό σωματείο του Κορυδαλλού, έχει το
καταστατικό της τότε Προοδευτικής Νεολαίας). Πρώτος πρόεδρος ήταν ο
Στυλιανός Κοραής, ο μετέπειτα πρώτος δήμαρχος της Κοκκινιάς. Ο Σύλλογος
αυτός έδωσε αρκετές διαλέξεις, ακόμα και θεατρικές παραστάσεις στο
θέατρο “Αλά- μπρα”, στο “Κρυστάλ” που άφησαν εποχή, φτάνοντας σε σημείο
να διοργανώσει και διαγωνισμό καλλιστείων που ξεσήκωσαν όχι μόνο το
μικρό συνοικισμό μας, αλλά την Αθήνα και τον Πειραιά, που πολύς κόσμος
ακόμη και διανοούμενοι ερχόντουσαν όπως ο διευθυντής της εφημερίδας
“Ακρόπολην” Γ. Βουτσινάς και ο πρόεδρος της Ένωσης Συντακτών Ημερησίων
Εφημερίδων Αλ. Θεοδοσόπουλος και πολλοί άλλοι, που τους τραβούσε ή
Κοκκινιά με τη ζωντάνια της, με την ποικιλόμορφη δράση της.
Θα πρέπει ακόμη να σημειώσω, ότι οι
πρώτες προσπάθειες για τη δημιουργία του Προσκο- πισμού στη Κοκκινιά,
παρουσιάστηκαν στις αρχές του 1924: Ο Σπύρος Κρητικός, μικρός τότε
προσκοπάκος στην 6η ομάδα προσκόπων Πειραιά, με αρχηγό τον σημερινό
διευθυντή της Σχολής Μηχανικών ο “Αρχιμήδης” και βουλευτή, Τάσο
Βουλόδημο, φιλοδοξεί να ιδρύσει ομάδα Προσκόπων στο μικρό μας τότε
συνοικισμό. Ζητάει τη βοήθεια του τότε φρούραρχου της Κοκκινιάς, λοχαγού
Καλούδη, ό όποιος πράγματι ενδιαφέρθηκε και σύστησε για αρχηγό της
μελλοντικής ομάδας προσκόπων, το Νίκο Ευστρατιάδη.
Τον γυναικείο προσκοπισμό στη Νίκαια, ίδρυσε μετά από 10 χρόνια, ή δασκάλα Αικατερίνη Σκουνάκη που ήταν ή πρώτη Έφορος.
Εκείνο τον καιρό ιδρύεται άλλο ένα
σωματείο, που από τότε μέχρι σήμερα κρατάει ψηλά τη σημαία της δράσης
τιμώντας αυτούς που βρίσκονται γύρω του αλλά και τ’ όνομα της πόλης μας:
Η “Ένωση Ποντίων Κοκκινιάς”, που την ίδρυσαν ο μακαρίτης δημοσιογράφος
Δ. Σεράσης (ήταν έκδοτης της εφημερίδας “Φάρος της Ανατολής”, που
κυκλοφορούσε στη Τραπεζούντα), ο Δ. Παπαδόπουλος, Κ. Παγκαλίδης, Μ.
Χαλυβόπουλος και άλλοι που η μνήμη των παλαιών δεν τους συγκρότησε.
Κατόρθωσε τότε να διαθέτει ένα αξιόλογο ερασιτεχνικό θίασο που έδινε
τακτικά παραστάσεις για φιλανθρωπικούς σκοπούς στο θέατρο “Αλάμπρα” στην
οδό Βιζυηνού) και στους κινηματογράφους “Ήλιο” (σημερινό “Απόλλωνα”)
και “Παλλάς”.
Δημιουργός του θεατρικού ομίλου ήταν ο
Δ. Παπαδόπουλος, ο οποίος έκανε τον σκηνοθέτη. Ο θίασος αυτός έπαιζε
τότε τα έργα που ήταν, ας πούμε, της μόδας, όπως τη Στέλλα Βιολάντη, τον
Αγαπητικό της Βοσκοπούλας, τη Γκόλφω κ.α. Τόση φόρα είχανε πάρει οι
θεατρίνοι και θεατρίνες της Ένωσης Ποντίων, που κατέβηκαν, κι έδωσαν
παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, με ποιο έργο λέτε; Με την
Τόσκα!
Πολλοί θ’ αναρωτηθούν και θα πούνε ότι
για ν’ ανεβάσουν τέτοια έργα έπρεπε να είχαν και τα κατάλληλα κοστούμια.
Και βέβαια, φορούσαν κοστούμια και άλλα ρούχα που απαιτούσαν τα έργα
και αυτά ήταν από το βεστιάριο του Εθνικού Θεάτρου, τα όποια νοίκιαζαν.
Η “Ένωση Ποντίων” παράλληλα έδωσε και
πολλές μορφωτικές διαλέξεις. Και μια απ’ αυτές που δόθηκαν και που τότε
σχολιάστηκε πολύ, ήταν η ομιλία της Μαρίας Σβώλου, που μίλησε για τα
δικαιώματα της γυναίκας, σε μια από τις αίθουσες των σχολείων του Αγ.
Νικολάου, το 1927.
Η ωραία αυτή δράση της “Ένωσης Ποντίων κράτησε μέχρι το 1930 για να παραχωρήσει τη θέση της σε άλλους συλλόγους.
Στο διάστημα αυτό, άλλο ένα σωματείο
έδωσε το μεγάλο παρών. Ο “Αρίωνας”, που τον έφεραν κι αυτόν απ’ την Πόλη
ο Τρύφ. Εύστρατιάδης, ο Γ. Αράπογλου, ο Κ. Γιάνναρος, ο Σ. Σπυρίδης και
ο Α. Μαυρίδης που κι εδώ μπήκε μπροστά. Αν δεν στάθηκε όμως τυχερός
στον “Αχιλλέα”, στον “Αρίωνα” είδε τ’ όνειρό του να πραγματοποιείται:
Έγινε μια πρώτης τάξης φιλαρμονική, η πρώτη σ’ όλη την περιφέρεια της
Αθήνας και του Πειραιά. Ο “Αρίων”, που αριθμούσε κάπου 28 μουσικούς,
έδωσε συναυλίες στο “Δημοτικό” Πειραιώς και αργότερα στο Βαριετέ, και
στου Ζα- βαριάν. Στην πόλη μας ψυχαγωγούσε κάθε Κυριακή απόγευμα τους
περιπατητές της πλατείας, παίζοντας πάνω σε μια εξέδρα. Όταν ήρθε το
1928 ο Βενιζέλος στην Κοκκινιά, ο “Αρίων” τον υποδέχτηκε. Κι όταν
πέθανε, μια απ’ τις τέσσερις φιλαρμονικές που τον συνόδεψαν στη τε-
λευταία του κατοικία, ήταν και του “Αρίωνα”. Η δράση του “Αρίωνα” σαν
σωματείο κράτησε μέχρι το 1934. Ύστερα έγινε φιλαρμονική του Δήμου μας
ως τις παραμονές του πολέμου, πάντοτε με αρχιμουσικό τον Α. Μαυρίδη.
Εδώ θ’ ανοίξω μια παρένθεση για να
σημειώσω πως: τα πρώτα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα ιδρύονται το 1925, όπως
τα δημοτικά σχολεία του Αγ. Νικολάου, της Οσίας Ξένης και του Αγ.
Γεωργίου, όπως συνηθίζονται να λέγονται.
Πρώτες δασκάλες του σχολείου αυτού
στάθηκαν η Αικ. Σκουνάκη, η Σκαλά, η Μαλλά, δάσκαλοι ο Στ. Τσιλιώτης, ο
Γάκης, ο Ντολαψής ο Βενετας κ.α.
Ύστερα από ένα χρόνο στήνεται η ιστορική
και ακατάβλητη παράγκα του Γυμνασίου μας, από τα περισσέματα των
Γερμανικών παραγκών, με πρωτοβουλία του Γερβασίου, σαν παράρτημα του Δ’
Γυμνασίου Πειραιώς με πρώτο γυμνασιάρχη τον Τσακίρη. Ο Γερβάσιος, που
είναι ιδρυτής και της Νυχτερινής Εμπορικής Σχολής το 1928, πρωτοστάτησε
για τη μόρφωση των προ- σφυγοπαίδων. Μέχρι το 1942 η παρουσία του ήταν
ζωντανή στην πόλη μας. Όταν πήγε στην έδρα του, στα Γρεβενά που
διορίστηκε, πιάστηκε για την πατριωτική του δράση απ’ τους κατακτητές,
φυλακίστηκε, αρρώστησε απ’ τις κακουχίες που τον οδήγησαν σε λίγο στον
τάφο. Η μνήμη του όμως παραμένει ζωντανό σύμβολο ανθρώπου που αγωνίστηκε
για τούτη την πόλη που καιρός είναι να τον τιμήσει.
Τον Ιούλη του 1925 κυκλοφορεί και ή
πρώτη τοπική εφημερίδα η “Νέα Κοκκινιά”. Εκδότες δυο Σμυρνιοί λόγιοι: ο
Σταύρος Κουκουτσάκης κι ο Α. Φατσέας, πολιτικός μηχανικός.
Το πρώτο Κοκκινιώτικο βιβλίο ήταν του
Δημήτρη Μακρίδη, που κυκλοφόρησε το 1926 με τον τίτλο “Μετά τη
Καταστροφή”. Ένα χρονικό του Μικρασιατικού πολέμου, όπου ό συγγραφέας
εξιστορεί τα δεινά που τράβηξαν οι αιχμάλωτοι στα χέρια των Τούρκων
μέχρι την ανταλλαγή.
Τη πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία
αθλητικού ομίλου έγινε το 1925 από τον Π. Σταματίου, X. Κατίκα, Μ.
Σαριγιαννη και Α. Φεσσά, που ίδρυσαν τον “Πανπροσφυγικό Αθλητικό
Σύλλογο”. Το μοναδικό αθλητικό τους όργανο ήταν ένας δίσκος. Ο σύλλογος
αυτός παραχώρησε τη θέση του στον αθλητικό όμιλο ο “Ηρακλής” που
ιδρύθηκε το 1926 από τον Π. Σταματίου, Ν. Σέμψη, Ν. Κόκκινο.
Στον “Ηρακλή” συγχωνεύτηκε κι ένα άλλο
αθλητικό σωματείο, ο “Έφηβος”, που τα μέλη του γυμνάζονταν στο μικρό
γυμναστήριο της Αμερικανικής Λέσχης Νέων.
Θα ήταν παράλειψη να μην έγραφα για τα
πρώτα θεατρικά επαγγελματικά συγκροτήματα, που κι αυτά λίγο - πολύ μαζί
με τα σωματεία που ανάφερα άναψαν τη φλόγα της εκπολιτιστικής κίνησης
στη Κοκκινιά.
Το πρώτο θέατρο το ίδρυσαν, ύστερα από
ένα χρόνο απ’ την εγκατάσταση των προσφύγων, μερικοί τουρκόφωνοι
θεατρίνοι, οι πιότεροι Αρμένιδες, πρόσφυγες κι αυτοί. Έπαιζαν μέσα σε
μια μεγάλη παράγκα, ακριβώς πάνω στη γέφυρα που είναι το κατάστημα του
Γαντξάκη. Παντομίμα και ανατολίτικοι χοροί ήταν το πρόγραμμά του για να
παραλάβει σε λίγο διάστημα, ωστόσο άφησαν φανερά τα ίχνη της δράσης
τους. Το 1935 δημιουργείται ο “Ερασιτεχνικός Μουσικός Όμιλος Ν.
Κοκκινιάς”, με σκοπό τη διάδοση της μουσικής, ενώ τον ίδιο χρόνο
ιδρύεται ο “Τροχοπεδικός Όμιλος” (πατινάζ) που αριθμούσε, όπως έγραψαν
οι εφημερίδες, πάνω από 60 μέλη. Η πίστα που έκαναν ασκήσεις ήταν η
μάντρα του σημερινού θερινού κινηματογράφου “Απόλλων”.
Τελευταίο άφησα τον Φιλολογικό Σύλλογο
Νίκαιας, για δύο λόγους. Ο Φιλολογικός Σύλλογος όταν ιδρύθηκε το 1925
από τον Βασίλη Αξαρλή, τον Δήμο Αναγνώστου, Α. Βακαλάκη, Ηλία Βομβίκη,
I. Διαμαντίδη, Γ. Κουλουμπρίδη, Ε. Μακρή, δεν είχε καμιά σχέση με την
πνευματική ιστορία του τόπου μας. Τότε λεγόταν “Σύνδεσμος Νέας και
Παλαιάς Κοκκινιάς” και ήταν ένα σωματείο αλληλοβοηθείας που ερχόταν, ας
πούμε, αρωγός στους ταλαίπωρους πρόσφυγες. Τον τίτλο αυτόν τον κράτησε
μέχρι το 1945, οπότε όταν ανέλαβε πρόεδρος ο Πρόδρ. Καπλανίδης, ο
“Σύνδεσμος Νέας και Π. Κοκκινιάς” αλλάζει τίτλο και γίνεται “Φιλολογικός
Σύλλογος Νίκαιας και Βιβλιοθήκη”, για να θυμίζει τον ιστορικό
φιλολογικό σύλλογο της Κωνσταντινούπολης. Ο Π. Καπλανίδης που χρόνια
στάθηκε πλάι στον σύλλογο, αγωνίστηκε να του δώσει νέα ώθηση, νέα μορφή.
Και αυτό το βλέπουμε στις προσπάθειες που κατέβαλε το 1940 για τη
δημιουργία ερασιτεχνικού θιάσου. Ο θίασος αυτός έπαιξε στο Δημοτικό
Θέατρο Πειραιώς το γνωστό έργο του Δημήτρη Μπόγρη “Το Μπουρίνι” και τον
αποτελούσαν νέοι της πόλης μας όπως ο Λ. Τζισμετζόγλου, Κούλα Αργυρίου,
Παρή Μαυροπούλου, Αθ. Προύσαλης, Α. Παπαδοπούλου, Μ. Παπακυριακού,
Ουρανία Ψαλιδάκη κ.α.
Ο Γιάννης Πιππίνος που παρηκολούθησε την
παράσταση έγραφε στη “Νέα Ιδέα” του Νίκου Μάτσικα: “Όλοι αυτοί
ερμηνεύσανε το έργο με αληθινή κατάπληξη, με τόσο ακριβοζυγιασμένη
συνοχή, που θα το ζηλεύανε και επαγγελματίες ηθοποιοί. Κάνανε μια
καλλιτεχνική εμφάνιση που τίμησε τόσο την Κοκκινιά πραγματικά”.
Αυτά είναι τα σωματεία που μόχθησαν η
Κοκκινιά ν’ αποκτήσει πνευματική και πολιτιστική παράδοση, και αυτά
έβαλαν το λιθάρι, που σήμερα στηρίζεται ο πολιτισμός της πόλης μας.
Πηγή: Ενημερωτικό Δελτίου Δήμου Νίκαιας, Σεπ. - Οκτ. 1974
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα http://www.halkidona.gr
-------------------------------------------------------------
------------------------------------------------------------------------------
των Άκη Γαβριηλίδη – Μαρίας Σαρρή
Στη φωτογραφία αυτή, βλέπουμε τον εκπρόσωπο του ΚΚΕ ή κάποιας δορυφορικής του οργάνωσης να μιλά προς τους συγκεντρωμένους στην πλατεία 17ης Αυγούστου 1944 (πρώην, και για τους περισσότερους ακόμα και τώρα, «πλατεία Οσίας Ξένης») κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης μνήμης για την 70ή επέτειο από το μπλόκο της Κοκκινιάς.
Φέτος, όπως κάθε άλλη φορά, ο εκπρόσωπος στην ομιλία του αναφέρθηκε πρώτα στο ιστορικό της ημέρας· δηλαδή εξήγησε πώς οι Γερμανοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους, με επικεφαλής τον διοικητή των γερμανοτσολιάδων Ιωάννη Πλυτζανόπουλο, συγκέντρωσαν στην πλατεία όλους τους άνδρες κατοίκους από 14 μέχρι 60 χρονών, και πώς μετά οι κουκουλοφόροι υπέδειξαν αρκετές δεκάδες από αυτούς οι οποίοι οδηγήθηκαν στην παρακείμενη μάντρα και εκτελέσθηκαν. Στη συνέχεια στηλίτευσε τις προσπάθειες της ΕΕ, της άρχουσας τάξης και των αναθεωρητών να διαστρεβλώσουν και να σβήσουν τη μνήμη των γεγονότων και των ηρωικών θυσιών του λαού μας και των κομμουνιστών ως πρωτοπόρων του και να εξαγνίσουν τους δωσίλογους, καθώς και τους Χρυσαυγίτες που είναι οι πολιτικοί και συχνά οι βιολογικοί τους απόγονοι. Επίσης, καταδίκασε τις ενέργειες του «κράτους εγκληματία» Ισραήλ εις βάρος των Παλαιστινίων.
Δεν βρήκε όμως λίγο χρόνο να αναφερθεί σε μία πολύ πιο υλική και μόνιμη –και απολύτως επιτυχημένη- προσπάθεια διαστρέβλωσης της ιστορικής μνήμης. Η διαστρέβλωση αυτή βρισκόταν, και βρίσκεται κάθε μέρα, μπροστά στα μάτια μας, στα μάτια όλων όσων είχαν συγκεντρωθεί χθες και γενικά όλων όσοι κατοικούν στη Νίκαια ή περνάνε απ’ αυτή. Ίσως όμως γι’ αυτό ακριβώς δεν τη βλέπουμε.
Πρόκειται ακριβώς για το ογκώδες κτίριο με τις καμάρες που εμφανίζεται πίσω από τον ομιλητή. Από το κτίριο αυτό κρέμεται η ελληνική σημαία –η ίδια που κραδαίνουν ορισμένοι από τους συγκεντρωμένους- αλλά και, δίπλα της, μία ακόμη σημαία, βυσσινί και κίτρινη, η οποία προορίζεται να δώσει μία χροιά βυζαντινής μεγαλοπρέπειας, σε συνδυασμό με την επιγραφή ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙC NIKAIAC.
Καθόμουν στο παράθυρο και χάζευα τα μεσημέρια του χειμώνα τον ήλιο που έμπαινε από το παράθυρο και με ζέσταινε. Υπήρχε πάντα εκείνο το ψηλό κτίριο με τις πολλές καμάρες και τις βεράντες, πάντα ερμητικά κλειστό και παράταιρο στην συνοικία. Φτιάχτηκε για να ’ναι ωραίο … αλλά δεν ήταν … ίσως μόνο εκείνα τα μεσημέρια που το έλουζε το φως από το παράθυρο να αποκτούσε κάποια γοητεία. Αργότερα έμαθα πως ήταν η Μητρόπολη Νικαίας, ένα κτίριο που είχε να κάνει με την εκκλησία αλλά ποτέ δεν κατάλαβα τι ακριβώς είναι … παίζαμε θυμάμαι στα σκαλιά της εισόδου, στην είσοδο του γκαράζ, στο πίσω αίθριο, καμιά φορά χτυπούσαμε τα τζάμια στα παράθυρά του αλλά αυτό δεν αποκρινόταν ποτέ, ήταν πάντα σιωπηλό και απόμακρο. Σχεδόν πίστευα πως ήταν μασίφ όλο πως δεν είχε μέσα τίποτε άλλο παρά τσιμέντο όπως απέξω.
Αντίθετα απ’ ό,τι θα πίστευε κανείς, το κτίριο αυτό δεν στεγάζει την Οσία Ξένη, η οποία βρίσκεται ακριβώς απέναντι και έχει πολύ μικρότερο εμβαδόν, ύψος και όγκο (περίπου το ένα τρίτο του άλλου κτιρίου). Δεν στεγάζει ούτε το μητροπολιτικό ναό της Νίκαιας· αυτός είναι ο Άγιος Νικόλαος, που βρίσκεται σε άλλο σημείο της πόλης. Είναι απλώς η διοικητική έδρα της Μητρόπολης και στεγάζει γραφεία και κατοικίες ιερέων. (Σύμφωνα με το οικείο άρθρο στην Βικιπαίδεια, το κτίριο «φιλοξενεί πέραν των άλλων βιβλιοθήκη και μουσείο με κειμήλια από τη Μικρά Ασία». Ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν φαίνεται να επιβεβαιώνεται· καμία σχετική ένδειξη δεν υπάρχει στην είσοδο του κτιρίου).
Το κτίριο αυτό δεν υπήρχε ανέκαθεν. Στις παρακάτω φωτογραφίες, βλέπουμε ανθρώπους να φωτογραφίζονται μπροστά στο γλυπτό του Ζογγολόπουλου, ενώ πίσω απ’ αυτό είναι απλώς ο ελεύθερος ορίζοντας· η ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙC απουσιάζει.
Από τους ανθρώπους αυτούς, αρκετοί ζουν ακόμα, και μπορούν να μας μιλήσουν.
… «Πάμε στο άγαλμα … » λέγαμε και εννοούσαμε το μνημείο των «Πεσόντων». Ήτανε μεγάλη υπόθεση την εποχή εκείνη να βρεις χώρο να κάτσεις στο βάθρο του αγάλματος εκεί ανάμεσα στα πόδια του αγγέλου που κρατούσε με δόξα και τιμή τον νεκρό στα χέρια του. Έκανε μια εσοχή θυμάμαι η μαρμάρινη βάση με το άγαλμα που σε αγκάλιαζε σα θρόνος και όποιος προλάβαινε να κάτσει έκανε τον βασιλιά! Διαφέντευε όλη την πλατεία! Πίσω του είχε την Μητρόπολη και την λογάριαζε παλάτι του! Άλλοι πάλι πιο παράτολμοι προτιμούσαν να σκαρφαλώσουν στο άγαλμα να παλέψουν με αυτό να αναμετρηθούν. Σχεδόν κάθε απόγευμα το άγαλμα ήταν γεμάτο από παιδιά που σαν τσαμπιά κρέμονταν από πάνω του.
Μα η Μητρόπολη δεν ήταν πάντα εκεί… ούτε το άγαλμα, μια μέρα η μητέρα μου τα είπε όλα, για το μπλόκο, τους Γερμανούς και τους άλλους, την μάντρα, τις εκτελέσεις, τη Χούντα, τη Μητρόπολη, και ακόμα πιο παλιά για ένα μέρος που το έλεγε «πατρίδα» αλλά δεν ήταν στην Ελλάδα παρόλο που εμείς ήμασταν Έλληνες.
Ένας, δύο … πολλοί Πλυτζανόπουλοι
Η πρώτη σκέψη που κάνει κανείς αντικρύζοντας αυτό το κτίριο με τη μνημειακή, σχεδόν αποικιοκρατική κλίμακα, κατασκευασμένο από τόνους τσιμέντου, είναι ότι θα προέκυψε από εργολαβία με ανάθεση την εποχή της επταετίας.
Το ίδιο το προαναφερθέν λήμμα στην Βικιπαίδεια αναφέρει για τη μητρόπολη Νικαίας (το νομικό πρόσωπο, όχι την έδρα του) ότι «ιδρύθηκε το 1967», χωρίς να αναφέρει λεπτομέρειες για το ποιος την ίδρυσε και γιατί. Το κτίριο πάντως είναι γνωστό ότι κατασκευάστηκε το 1972 σε μία αγαστή συνεργασία των συνταγματαρχών με τους ορθόδοξους φονταμενταλιστές στο πλαίσιο της Ελλάδοc Ελλήνων Χριcτιανών. Το οικόπεδο, το οποίο ως τότε ήταν δημόσιο, (αποτελούσε μέρος της πλατείας), το παραχώρησε κατά κυριότητα στην Εκκληcία της Ελλάδοc ο διορισμένος δήμαρχος της Νίκαιας, ο οποίος λεγόταν Νικόλαος Πλυτζανόπουλος. Εάν το όνομα σας θυμίζει κάτι, έχετε δίκιο: πρόκειται για πολιτικό, όσο και βιολογικό συγγενή τού ηγέτη των ελληνικών αρχών κατοχής στη δεκαετία του του 40[1].
Εάν κάποιος έχει υπόψη του την αφήγηση των γεγονότων, ή την ακούσει π.χ. από τις σημερινές γιαγιάδες και προγιαγιάδες της Νίκαιας που είδαν τότε να χάνεται από τη μια μέρα στην άλλη μια ολόκληρη γενιά συμμαθητών τους, και ρίξει απλώς μια ματιά στη διάταξη του χώρου, δεν μπορεί να έχει καμία αμφιβολία: το κτίριο αυτό κτίστηκε εκεί, και με αυτές τις διαστάσεις, μόνο και μόνο για να διασπάσει την ενότητα του χώρου και να εξαφανίσει τη σύνδεση και τους συνειρμούς του τοπίου. Βρίσκεται ακριβώς ανάμεσα στην πλατεία και τη μάντρα, δηλαδή ανάμεσα στον τόπο συγκέντρωσης και στον τόπο εκτέλεσης, και κόβει την ορατότητα από τον έναν τόπο στον άλλο, προσθέτοντας στο χώρο ένα τελείως νέο και ξένο στοιχείο φορτισμένο με νοήματα ευσέβειας, υπακοής και ιεραρχικότητας.
Σημειωτέον άλλωστε ότι, μέχρι και τη δεκαετία του 80, δεν υπήρχε καμία δημόσια κατάθεση ή παρέμβαση στο χώρο που να προορίζεται να διατηρήσει τη μνήμη του επεισοδίου ναζιστικής θανατοπολιτικής που είχε εκτυλιχθεί εκεί. Ο χώρος της μάντρας ήταν τελείως παρατημένος, ίδιος με αμέτρητους άλλους παρόμοιους χώρους στα μάτια του διαβάτη –η μνήμη των γεγονότων επιζούσε μόνο μέσα στις καρδιές των επιζώντων και περνούσε από στόμα σε στόμα στις επόμενες γενιές. Μόνο τη δεκαετία του 50 είχε τοποθετηθεί το άγαλμα του Ζογγολόπουλου, ενώ επί χούντας προστέθηκε μαρμάρινη πλάκα με την σουρεαλιστική επιγραφή: «Προδόται και μασκοφόροι κομμουνισταί, και εαμίται, ελασίται, παρέδωσαν εις τους βαρβάρους κατακτητάς την 17ην Αυγούστου 1944, αγνούς πατριώτας αγωνιστάς της Εθνικής Αντίστασης, τέκνα ηρωικά της Νίκαιας, οι οποίοι και εξετελέσθησαν εις τον χώρον τούτον».
Η χονδροειδής αυτή διαστρέβλωση ήταν τόσο προκλητική, που «καρφώθηκε» και απέτυχε παταγωδώς. Σήμερα φυσικά έχει αποσυρθεί· στο διαδίκτυο είναι δυνατό να βρει κανείς πολλές αναφορές και παραθέσεις της[2], συνοδευόμενες πάντα από την –εύλογη- επισήμανση του οργουελικού χαρακτήρα της. Επίσης, οι δράστες της, και αυτοί τους οποίους προσπαθούσαν να καλύψουν, έχουν εδώ και καιρό –τουλάχιστον από την εποχή τού Άξιον Εστί- γραφτεί στα μαύρα κατάστιχα της ελληνικής κοινωνίας και η μνήμη τους είναι συνώνυμη της καταισχύνης και της προδοσίας. Στις διάφορες προσπάθειες να «ιδωθεί με πιο φρέσκια ματιά» η ιστορία της δεκαετίας του 40, εξ όσων έχουμε υπόψη μας δεν επιχείρησε κανείς μέχρι τώρα να εντάξει και τους Πλυτζανόπουλους ή άλλα συναφή καθάρματα (αν και ποτέ δεν πρέπει να θεωρούμε τίποτε δεδομένο).
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με την αρχιτεκτονική/ πολεοδομική τους παρέμβαση, η οποία συνεχίζει την καριέρα και τη δράση της ανενόχλητη.
… Εδώ είχε μια λιμνούλα με νούφαρα και ψαράκια και πολλά δέντρα, είπε δείχνοντας τον όγκο του κτιρίου. Εμείς εδώ παίζαμε, από την πλατεία και το άγαλμα μπορούσες να δεις πέρα την μάνδρα του μπλόκου. Μετά ήρθαν αυτοί οι αλήτες και τα χάλασαν όλα! Μα δεν είχε η εκκλησία οικόπεδα να χτίσει μητροπόλεις; Γιατί να δώσουν την πλατεία μας;
Έτρεξα να βρω την Ελένη, φίλη μου καλή τότε, παίζαμε στα σκαλιά της Μητρόπολης, μαζεύαμε μούρα μαζί και γελάγαμε με τα ίδια πράγματα. «Θέλω να σου πω κάτι πολύ σπουδαίο που μου είπε η μαμά μου!» της είπα. Τα ξεφούρνισα όλα, για το μπλόκο το μνημείο την μητρόπολη που είναι εκεί για να προσβάλει τους ανθρώπους, «Α, και κάτι άλλο … μη φιλάς τα χέρια των παπάδων, μπορεί να έχουν κατουρήσει πριν! Η μαμά μου το είπε!» Η Ελένη έδειχνε συγκλονισμένη από τις πληροφορίες μου και δεν μου ξαναμίλησε, ίσως γιατί η μαμά της ήταν καντηλανάφτισσα.
Τιμή και δόξα στους «Λυσσασμένους Αναρχικούς»
Για την ακρίβεια, τα 42 αυτά χρόνια το αποικιοκρατικό κτίριο δεν παρέμεινε και τελείως ανενόχλητο:
Κάποια στιγμή κατά τη δεκαετία του 90, δύο μέλη οργάνωσης που αυτοαποκλήθηκε «Λυσσασμένοι Αναρχικοί», περνώντας με μία μοτοσικλέτα από τη δυτική πλευρά της IEPAC MHTPOΠΟΛΕΩC, πέταξαν εμπρηστική βόμβα στην λιμουζίνα του μητροπολίτη NIKAIAC, η οποία πήρε φωτιά και καταστράφηκε.
Η αντιτρομοκρατική επισκέφθηκε την περιοχή και διεξήγαγε κάποια έρευνα, η οποία όμως δεν φαίνεται να οδήγησε πουθενά. Δεν συνελήφθη ούτε κατηγορήθηκε κανείς για την ενέργεια. Η υπόθεση μάλλον πέρασε στο αρχείο της αστυνομίας. Και μάλλον μόνο αυτής.
Ήτανε η χρονιά των καταλήψεων … θυμός … ένα ξέχειλο ποτάμι θυμού στους μαθητές, αμηχανίας και σχεδόν πανικού στους καθηγητές. Τη μέρα των γενεθλίων μου και κάπως αργά άκουσα έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Έτρεξα να δω. Καπνός, φωτιά … η κούρσα του Μητροπολίτη καιγόταν. Έτρεξα στον μπαμπά μου μας έπιασε ένα γέλιο συνωμοτικό. «Όποιος και αν το έκανε, γεια στα χέρια του!» είπα. Μετά ήρθε η αντιτρομοκρατική. Ευτυχώς εμάς δεν μας ρώτησε … την άλλη μέρα μάθαμε ότι κάτι «Λυσασμένοι αναρχικοί» ανέλαβαν την ευθύνη.
Σε αντίθεση με τα μνημεία και τις επιγραφές, το περιστατικό αυτό δεν φαίνεται να έχει καταγραφεί πουθενά, πέρα από τη μνήμη των περιοίκων. Στο διαδίκτυο εντοπίσαμε μόνο μια ασαφή αναφορά. Μερικοί από τους μάρτυρες αρχίζουν να μην είναι πλέον σίγουροι για το πότε ή και για το εάν πράγματι συνέβη ή το φαντάστηκαν. Τους το θυμίζουν όμως τα ψηλά πράσινα κάγκελα που προστέθηκαν γύρω από το κτίριο μετά την επίθεση, τα οποία υπάρχουν εκεί μέχρι και σήμερα (βλ. και τη φωτογραφία παραπάνω) και παραπέμπουν μάλλον σε ένα στοιχείο οχύρωσης, ανασφάλειας και έλλειψης εμπιστοσύνης, παρά στην ανοικτότητα που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει την αυτοαποκαλούμενη θρησκεία της αγάπης. Το κτίριο φαίνεται να φτιάχτηκε με σκοπό όχι μόνο τη λήθη, αλλά και την επιτήρηση. Σαν μια παραλλαγή του Πανοπτικού: το ίδιο παρακολουθεί, επιτηρεί, αλλά δεν θέλει να το βλέπουν.
Αν προσθέσουμε και το γεγονός ότι κανείς από τους αρκετούς αυτόπτες μάρτυρες που υπήρξαν στη γειτονιά δεν κατέδωσε τους δράστες στις αρχές, οι συνειρμοί με όσα συνέβαιναν κατά την περίοδο της κατοχής αρχίζουν να γίνονται πολλοί και όχι ιδιαίτερα κολακευτικοί για τους ενοίκους του σιδηρόφρακτου κτιρίου[3], το οποίο, σαράντα ήδη χρόνια από τότε που «φυτεύτηκε» στη συνοικία, φαντάζει κάτι τελείως ξένο και ασύνδετο προς αυτή. Περιττό να προσθέσουμε ότι ούτε οι ένοικοι του Πανοπτικού -εάν υπάρχουν- ούτε γενικά κανείς άλλος εκπρόσωπος της Εκκλησίας της Ελλάδος συμμετείχε ποτέ στις εκδηλώσεις μνήμης για τις εκτελέσεις του 44, ούτε διοργάνωσαν ποτέ, όσο γνωρίζουμε, κάποια άλλη με δική τους πρωτοβουλία, ούτε προέβησαν σε κάποια δημόσια πράξη ή έκφραση που να δείχνει ότι λυπούνται για τους δεκάδες ανθρώπους που χάθηκαν, και τους άλλους που επέζησαν αλλά σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα από το τραύμα αυτής της απώλειας, και οι οποίοι υποτίθεται ότι αποτελούν το ποίμνιό τους. Κάτι τελοσπάντων, οτιδήποτε, που να δείχνει ότι θεωρούν τους θανάτους αυτούς άξιους να πενθηθούν.
Για μια μη μνημειακή πολιτική της μνήμης
Πιστεύουμε ότι όποιος θα ήθελε σήμερα να πείσει ότι εμπνέεται από τη μνήμη παρελθόντων αγώνων, θα ήταν χρήσιμο, και γόνιμο, να θέσει στο δημόσιο χώρο –τον συμβολικό ή/ και τον υλικό- το αίτημα να κατεδαφιστεί το κακόγουστο και εχθρικό κατασκεύασμα που παρεμβάλλεται ανάμεσα στην πλατεία Οσίας Ξένης –την οποία ακρωτηριάζει- και τη μάντρα, η οποία ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 80 έχει μετατραπεί σε Μουσείο Εθνικής Αντίστασης.
Ίσως ένα τέτοιο αίτημα δεν έχει πιθανότητες να γίνει αποδεκτό. Δεν είναι όμως αυτός ο λόγος για τον οποίο το ΚΚΕ δεν το διατυπώνει. Στο κάτω κάτω, ούτε και όταν κάποιος καταγγέλλει τη διαχείριση της ιστορικής μνήμης εκ μέρους του Ευρωκοινοβουλίου ή της Λιθουανικής κυβέρνησης μπορεί λογικά να αναμένει ότι θα την επηρεάσει -ιδίως όταν έχει ουσιαστικά παραιτηθεί από τις όποιες δυνατότητες παρέμβασης στο πλαίσιο διεθνών οργανισμών για να μην “γεννά αυταπάτες στο λαό”.
Αντί λοιπόν για ανέξοδες καταγγελίες ενάντια σε λίγο-πολύ συμβολικές ενέργειες φορέων που βρίσκονται πολλά χιλιόμετρα μακριά και που ούτως ή άλλως ποτέ δεν θα μάθουν καν ότι τους καταγγείλαμε, ένας πολύ καλύτερος τρόπος για να τιμήσουμε την επέτειο του Μπλόκου της Κοκκινιάς θα ήταν να εκφράσουμε έστω κάποια ενόχληση και κάποια ένσταση για την παρουσία αυτού του καταθλιπτικού όγκου που βρίσκεται πίσω μας καθώς μιλάμε.
Η πρόταση αυτή φυσικά ισχύει όχι μόνο για το ΚΚΕ, (τουλάχιστον αυτό τιμά τη μνήμη του γεγονότος με δημόσιες εκδηλώσεις), αλλά και για όποιον άλλο θέλει να ισχυρίζεται ότι εμπνέεται από μία παράδοση χειραφετητικών και μετασχηματιστικών αγώνων. Για παράδειγμα, τους τελευταίους μήνες αρκετοί θυμούνται τους πολυάριθμους ιερείς που συμμετείχαν στην αντίσταση της δεκαετίας του 40 και σε άλλους απελευθερωτικούς αγώνες –κάποιοι δε παραλληλίζουν τους ορθόδοξους μοναχούς με τους Ζαπατίστας, στο μέτρο που εμπνέονται και αυτοί από την αρχή «τίποτα για μας, όλα για όλους». Αυτό δεν είναι από μόνο του κακό, αρκεί η επίκληση αυτή να μην λειτουργεί ως πρόφαση για να συνάγουμε μία συνολική «άφεση αμαρτιών» από μία περιπτωσιολογική ελαφρυντική περίσταση και να ξεχάσουμε άλλες περιπτώσεις –δυστυχώς υπαρκτές, και πολυάριθμες- κατά τις οποίες η ορθόδοξη εκκλησία λειτούργησε μάλλον με βάση την αρχή «όλα για μας, τίποτε για κανέναν άλλο». Είναι αντιληπτό να θέλει κανείς να διατηρεί καλές σχέσεις με την εκκλησία, ιδίως όταν σκοπεύει να κυβερνήσει, αλλά οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους. Και οι λογαριασμοί που βασίζονται στην αυτολογοκρισία και την υποκρισία δεν είναι καλοί.
Η προσφυγική διάσταση
Υπάρχει μία ακόμα διάσταση του συμβάντος της Κοκκινιάς –αλλά και συνολικά του φαινομένου της άοπλης και ένοπλης κινητοποίησης των μαζών στην Ελλάδα της δεκαετίας του 40- που έχει κανείς την αίσθηση ότι είναι σκανδαλωδώς απούσα, ή ότι καταγράφεται ουσιοκρατικά και παραμορφωμένα στον ξύλινο λόγο των δημόσιων επετειακών επιτελέσεων.
Αν κανείς διατρέξει τα ονόματα των εκτελεσμένων που αναφέρονται στην πρώην Μάντρα και νυν Μουσείο, θα βρει ανάμεσα σε αυτά εγγραφές όπως οι παρακάτω: Λάζαρος Παπουλίδης, Γεώργιος Κινανιλίδης ή Κινάνογλου, Ιωάννης Καβαδάκογλου ή Καβαδάκος, Σουλτάνα Κοβακίδου, Ευδόκιμος Ιγνατιάδης, Γεώργιος Μούχτογλου, Κοσμάς Ιορδάνογλου, Παύλος Κυζιρίδης, Σταύρος Μαλίμογλου, Αθανάσιος Χαμελίδης ή Χιμπλίδης, Απόστολος Περιζίδης, Αμφιλόχιος Τζανέτογλου, Αρτέμιδα Τριανταφυλλίδη, Σταύρος Τροχίδης ή Τριχίνογλου, Σίμος Κεστεκίδης, Ευάγγελος Μαγνήσαλης, Παύλος Κουλουψούζης, Ελευθέριος Αρναούτογλου, Παναγιώτης Φιλίπογλου ή Φιλιπίδης, Κωνσταντίνος Καμαλακίδης, Τρύφων Γεώργογλου, Σίμος Δοβλέτογλου, Ηλίας Πατόσογλου … Αλλά και: Α. Σαμιχή, Ντικράν Τοπαλιάν, Σαρκής Κεοσκεοσιάν, Κιρκόρ Καλατερτζάν ή Καλεντεριάν, Λεβόν ή Έγια Γκιουζενιάν ή Αντιγκιουζέλης, Κεβόρκ Πατσαλιάν, Αράμ Γκεοτζιάν, Αράμ Γκαρός, Μισάκ Μπιλικιάν (του Αρτίν), ΕΛΑΣίτης, Βαρταβάρ Μπιλικιάν (του Αρτίν), ΕΛΑΣίτης, Καραμπέτ Κουγιουμτζιάν …
Το όνομα –ή ακριβώς, εν προκειμένω, τα ενίοτε περισσότερα του ενός ονόματα- που φέρει ο καθένας από τους παραπάνω ανθρώπους, δείχνει ήδη εύγλωττα αυτό που θέλουμε να πούμε πριν το πούμε: ονόματα που βρίσκονται στα όρια της κανονιστικής ελληνικότητας, με ρίζες τουρκικές, αρμενικές ή εβραϊκές και με καταλήξεις που ταλαντεύονται ακόμα ανάμεσα στο –όγλου (ή το -ιάν) και τον εξελληνισμό του σε –ίδης … ή που ταλαντεύονται γενικώς, δεν έχουν προλάβει ακόμα να κατασταλάξουν και να αφομοιωθούν στα κατάστιχα και τα δελτία ταυτότητας του έθνους κράτους … άνθρωποι που, όσο ζούσαν, η ελληνική γραφειοκρατία δεν είχε ακόμα καταφέρει να τους χωρέσει σε ένα σταθερό και μοναδικό ονοματεπώνυμο, ενώ όταν πεθαίνουν ίσως δεν ενδιαφέρεται και πολύ να τους εξατομικεύσει και να τους πενθήσει –όπως κάνει και σήμερα με τους “λαθρομετανάστες”. Το ότι η Νίκαια –όπως και η Καλαμαριά, στην οποία επίσης έγινε μπλόκο από τους Ναζί τέσσερις μέρες νωρίτερα- ήταν προσφυγομάνα, ήταν ήδη γνωστό· λιγότερο γνωστό είναι ότι σε αυτήν υπάρχει ακόμα και σήμερα συνοικία που λέγεται Αρμενικά, η οποία βρίσκεται δυτικά από τα (ακριβώς) Μανιάτικα –ακόμα μια συνοικία δηλωτική της γεωγραφικής/ εθνοτικής προέλευσης των κατοίκων της. Από τα Μανιάτικα επιχείρησαν να εισβάλουν οι ταγματασφαλίτες στη Νίκαια κατά τη μάχη του Μαρτίου του 44, ενώ επιφανή στελέχη της σημερινής Χρυσής Αυγής προέρχονται επίσης από εκεί (όπως άλλωστε και από την ίδια τη Μάνη).
Ο πατέρας μου έλεγε πως όλοι οι αστυνόμοι ήταν απ’ τα Μανιάτικα, αυτή η περιοχή είναι κάτω από την οδό Τζαβέλα, πολύ φτωχοί και αυτοί, αλλά άλλη φάρα, ξεροί όπως ο τόπος τους και η γειτονιά τους χτισμένη όπως η Μάνη. Αυτοί ήταν η παλιά Ελλάδα και οι Κοκκινιώτες ήταν οι Τουρκόσποροι. Είχαν και στα Μανιάτικα πολλούς κομμουνιστές μαζί με πολλούς φασίστες. Οι μισοί σκοτώσαν τους άλλους μισούς στον εμφύλιο κάτω στη Μάνη.
Η γενικευτική αφήγηση για την “ηρωική Ελλάδα που αντιστάθηκε σύσσωμη” έχει παραγάγει και τις εξίσου ουσιοκρατικές υπο-αφηγήσεις της για επιμέρους περιπτώσεις, π.χ. “οι πρόσφυγες αντιστάθηκαν μαζικά γιατί ήταν πατριώτες (ή/ και δημοκράτες)”. Εμείς δεν μιλάμε γι’ αυτό. Δεν μας ενδιαφέρει το ερώτημα τι ήταν πάντοτε μια πληθυσμιακή ομάδα, (μόνη δυνατή απάντηση: τίποτε), αλλά τι έγινε/ γίνεται. Όχι το être αλλά το devenir minoritaire. Θεωρούμε ότι αυτό που αποτυπώνεται σε όλα αυτά τα στοιχεία από την ιστορία των οδομαχιών, τη χωροταξική διάταξη των οικισμών, το νομαδισμό των ονομάτων τους, των ονομάτων των οδών (Ικονίου, Κασταμονής, Κιλικίας, Λαοδικείας, Μερσίνης) και των ανθρώπων, και την οικο-πολεοδομική δράση του ελληνικού κράτους (και παρακράτους) και των ιδεολογικών του μηχανισμών, είναι η προσπάθεια ελέγχου και πειθάρχησης των «επικίνδυνων πληθυσμών» που αποτελούσαν οι ύποπτων εθνικών και κοινωνικών φρονημάτων πρόσφυγες της δεκαετίας του 20. Όπως επίσης, και κυρίως, η έξοδος, η λιποταξία των εσωτερικά αποικιοκρατούμενων αυτών πληθυσμών από την έγκληση του έθνους-κράτους ή/ και του κεφαλαίου, τα δίκτυα αλληλεγγύης που συγκροτούσαν και το σύνολο των πρακτικών που ανέπτυσσαν οι οποίες διαρκώς ξεχείλιζαν, περίσσευαν από τις προσπάθειες του κράτους και των ιεραποστόλων του να τους αστυνομεύσουν[4].
Κάτι ακόμα που προκύπτει από την εξέταση αυτή είναι η γενεαλογική σύνδεση της ελληνικής ακροδεξιάς με αυτή την προσπάθεια του ελληνικού κράτους να επιτύχει μία πλήρη γνώση, κωδικοποίηση και ταξινόμηση σχετικά με τους άγνωστους και (γι’ αυτό) επικίνδυνους πληθυσμούς που συνέρρευσαν απότομα μέσα στα σύνορά του κατά τη δεκαετία του 20. Για τις ανάγκες μιας άμεσης πολιτικής-ιδεολογικής αντιπαράθεσης, μπορεί να είναι ενίοτε χρήσιμο να λέμε ότι «οι Χρυσαυγίτες είναι απόγονοι των ταγματασφαλιτών». Από αναλυτική άποψη όμως, είναι πιο ενδιαφέρον να διαβάσουμε τόσο τους μεν, όσο και τους δε ως ισάριθμες εκφράσεις μιας γενεαλογίας αιχμαλώτισης, ως λίγο ή πολύ ασταθείς στρατολογήσεις των ελληνικών ή/ και γερμανικών αρχών κατοχής για τη δημιουργία δικτύων παρακολούθησης, καταγραφής και εάν χρειαστεί –που συχνά χρειάζεται, όπως φάνηκε πιο πρόσφατα στη δολοφονία του άτυχου Παύλου Φύσσα από μέλη της ΧΑ Νίκαιας- καταστολής των εσωτερικά αποικιοκρατούμενων πληθυσμών.
Αυτό που είναι σίγουρο, είναι ότι, όποτε εξετάσουμε λίγο τα φαινόμενα αυτά, σε κάθε βήμα ξεπροβάλλει η ιδέα ότι η εθνοτική διάσταση καθόρισε εξίσου με την ταξική, αν όχι περισσότερο –ή από κοινού και σε συνδυασμό με αυτή- τη συμμετοχή στην αντίσταση (που έρχεται πρώτα). Άλλωστε, οι δύο αυτές διαστάσεις δεν είναι στεγανά διακριτές, αλλά συχνά είναι δύο ονόματα για το ίδιο ουσιαστικά φαινόμενο. Ας πούμε, η ίδια η Μάντρα όπου έγιναν οι εκτελέσεις, και όπου σήμερα στεγάζεται το μουσείο και διασώζονται τα προαναφερθέντα ονόματα, ήταν παλιό ταπητουργείο, ήδη ανενεργό την περίοδο της κατοχής, μιας αγγλικής εταιρείας με την εύγλωττη επωνυμία «Oriental Carpet». Ως εργατική δύναμη στο εργοστάσιο αυτό χρησιμοποιήθηκαν προφανώς οι ξεριζωμένοι από τις περιφράξεις των νέων καθαρών κρατών της Ελλάδας και της Τουρκίας, μόλις αυτά επέτυχαν την «εθνική τους ολοκλήρωση», οι οποίοι –και οι οποίες- είχαν χάσει κάθε άλλη πρόσβαση σε μέσα παραγωγής και διέθεταν ήδη αρκετή τεχνογνωσία στην παραγωγή ανατολικών χαλιών. Ένας πληθυσμός χωρίς μέσα επιβίωσης για ένα κεφάλαιο σε αναζήτηση «γυμνής ζωής» προς εκμετάλλευση.
Ευτυχώς, η διάσταση αυτή τελευταία άρχισε να αναφέρεται και να θεματοποιείται πιο συστηματικά σε ιστορικές μελέτες, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το Η εμπειρία της Κατοχής και της Αντίστασης στην Αθήνα του Μενέλαου Χαραλαμπίδη το οποίο ανέδειξε τη διάσταση αυτή σε σχέση με τις αθηναϊκές προσφυγικές συνοικίες του Βύρωνα και της Καισαριανής. Μία ανάλογη εργασία μένει να γίνει και για την Κοκκινιά, όπως βέβαια και για την Τούμπα ή την Καλαμαριά της Θεσσαλονίκης, και σίγουρα για άλλες συνοικίες άλλων πόλεων. Από πρακτική όμως άποψη, πρέπει επίσης να επινοήσουμε τρόπους ώστε να ενταχθεί η διάσταση αυτή στη δημόσια επιτέλεση της μνήμης και την πένθηση των απωλειών, κατά τρόπο που να μας βοηθά να ανοίξουμε μία γραμμή φυγής από την ουσιοκρατία του έθνους ή της τάξης ή του κόμματος που πάντοτε αντιστέκεται.
Στο λύκειο άλλαξα σχολείο. Ούτε που ήθελα να ακούσω για τα σχολεία της γειτονιάς, διευθυντές, γυμνασιάρχες, δάσκαλοι, καθηγητές όλοι αφοσιωμένοι στην «εξημέρωσή» μας, στη μετατροπή των ατίθασων παιδιών, γόνων των τουρκόσπορων και των κομμουνιστών, σε γνήσιους πατριώτες και Ευρωπαίους πολίτες! Θυμάμαι μια ζωή οι δάσκαλοι και οι καθηγητές να κουνάν το κεφάλι με απόγνωση: «είστε το χειρότερο τμήμα!» να λένε, αλλά μετά κατάλαβα ότι δεν υπήρχαν «καλά» τμήματα στο σχολείο -όλα τα τμήματα ήταν «χειρότερα». Εμείς εδώ στην Νίκαια είμασταν πάντα οι απολίτιστοι ξένοι, ατίθασα παιδιά από γονείς ανατολίτες, και αυτοί οι εκπολιτιστές. Πέρασαν χρόνια για να το καταλάβω. Ίσως αν το είχα καταλάβει νωρίτερα να είχα κανονικοποιηθεί και να μην έλεγα τώρα αυτά που λέω …
[i] Σημειωτέον ότι, το Μάιο του 1984, ένας πλοίαρχος του ελληνικού εμπορικού ναυτικού ονόματι Αντώνιος Πλυτζανόπουλος, κυβερνήτης του φορτηγού «Γαρυφαλιά» που έπλεε ανοιχτά των ακτών της Σομαλίας, είχε ρίξει στη θάλασσα έντεκα Αφρικανούς λαθρεπιβάτες «για να τους φαν οι καρχαρίες» (όπως και πράγματι συνέβη τελικά). Με βάση τη σπανιότητα του επωνύμου τείνουμε να υποθέσουμε ότι επρόκειτο για γόνο της ίδιας εκλεκτής οικογένειας, αλλά δεν μπορέσαμε να το επαληθεύσουμε από κάπου. Το σίγουρο είναι ότι επρόκειτο για ιδεολογικό της συγγενή.
[2] Από μία τέτοια παράθεση την αντιγράψαμε κι εμείς παραπάνω. Διατηρούμε επιφυλάξεις για την ακρίβεια της διατύπωσης, η οποία φαίνεται να έχει προσαρμοσθεί κάπως στη δημοτική.
[3] To 1982, o σκηνοθέτης Διονύσης Γρηγοράτος γύρισε για λογαριασμό της ΕΡΤ ένα ημιδραματοποιημένο ντοκυμανταίρ με τίτλο «Το Μπλόκο της Κοκκινιάς». Στην ταινία αυτή, που είναιδιαθέσιμη ηλεκτρονικά, μεταξύ άλλων υπάρχει ένα πλάνο (λίγο πριν και λίγο μετά το 42ο λεπτό) όπου εμφανίζονται κομπάρσοι –ενδεχομένως οι ίδιοι οι επιζώντες κάτοικοι που παίζουν τους εαυτούς τους- συγκεντρωμένοι μπροστά στην εκκλησία της Οσίας Ξένης, και άλλοι που υποδύονται Γερμανούς στρατιώτες να τους επιτηρούν με βλοσυρό ύφος και αυτόματα στα χέρια. Στο πλάνο λοιπόν αυτό, οι Γερμανοί στρατιώτες στέκονται … στο μπαλκόνι του κτιρίου της Μητρόπολης!!! Το οποίο φυσικά δεν υπήρχε το 44, αλλά όταν ο σκηνοθέτης χρειάστηκε έναν χώρο που να δείχνει εχθρικός, απειλητικός και εξουσιαστικός για τους κατοίκους της Νίκαιας, αυτό εμφανίστηκε ως η πιο εύλογη επιλογή. Δεν γνωρίζουμε εάν ο Γρηγοράτος είχε υπόψη του την προϊστορία του κτιρίου και θέλησε να κάνει έναν υπαινιγμό σε αυτήν, ή απλώς με βάση την εικόνα του υπέθεσε ότι αυτός ήταν ο πιο φυσικός χώρος για να στέκονται οι Γερμανοί. Πάντως, οι θεατές που δεν γνωρίζουν πότε χτίστηκε η Μητρόπολη, μένουν με την εντύπωση ότι προϋπήρχε του μπλόκου.
[4] Για όλα αυτά ας μας επιτραπεί να παραπέμψουμε στο: Άκης Γαβριηλίδης, Εμείς οι έποικοι. Ο νομαδισμός των ονομάτων και το ψευδοκράτος του Πόντου, Ισνάφι, Γιάννινα 2014. Επίσης, το παρόν κείμενο αντλεί από το έργο «Ανασκαφή 2004» της Μαρίας Σαρρή, μια εικαστική προσέγγιση του χώρου με επιτόπια έρευνα, συλλογή στοιχείων και περφόρμανς.
@@@@@@@@@@@@@@@@
Οδός Μοργκεντάου
του MLP
Οδός Πέτρου Ράλλη, στον παλαιό συνοικισμό της Νέας Κοκκινιάς, Νίκαια όπως εν τέλει επι- κράτησε να ονομάζεται μετά το 1940.
Στην διασταύρωση με την οδό Γέμελου, πίσω από τις φθαρμένες και μισό-κρεμασμένες σύγ- χρονες (;) πινακίδες ονοματοδοσίας, καρφωμένη σε ένα παλιό κτίριο, η πολυκαιρισμένη πινα- κίδα που αναγράφει “Οδός Μοργκεντάου”, με την χαρακτηριστική αναγραφή του δίψηφου φω- νήεντος “ου”, τραβάει την προσοχή μου.
Henry Morgenthau
Ο δικηγόρος, επιχειρηματίας γης και διπλωμάτης Henry Morgenthau (26 Απριλίου 1856 - 25 Νοεμβρίου 1946), γεννημένος στο Manhaimm της Γερμανίας αλλά εβραϊκής καταγωγής, μέλος του Δημοκρατικού Κόμματος, έγινε ευρύτερα γνωστός ως ο τέταρτος κατά σειρά Πρέσβης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (ΗΠΑ) στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, μια θητεία η οποία διήρκεσε από το 1913 έως το 1916, επί προεδρίας Woodrow Wilson. Η θητεία του Mor- genthau συνέπεσε με αρκετά ιστορικά και βαρύνουσας σημασίας γεγονότα της περιόδου του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και ο ίδιος άφησε το δικό του στίγμα σε διάφορες πτυχές της εποχής εκείνης.
Ως Πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, η κύρια ενασχόληση του Morgenthau, υπήρξε η διασφάλιση των διπλωματικών ισορροπιών με την Υψηλή Πύλη αλλά και η ασφάλεια των Αμερικανών πολιτών και των εν γένει χριστιανικών / εβραϊκών πληθυσμών που δραστηρι- οποιούνταν στην επικράτεια της Τουρκίας. Μετά την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Morgenthau δεν εγκατέλειψε την Κωνσταντινούπολη όπως η πλειοψηφία των ομολόγων του, καθώς οι ΗΠΑ παρέμειναν -ως γνωστόν- ουδέτερες. Ο Herny Morgenthau, ήδη ευαισθητοποι- ημένος από καιρού στο επονομαζόμενο “Αρμενικό Ζήτημα” και θερμός υπέρμαχος των συν- ταγματικών ελευθεριών και δικαιωμάτων του κάθε ανθρώπου, δε παρέμεινε αδρανής κατά την περίοδο των μεγάλων διωγμών και σφαγών του αρμενικού πληθυσμού κατά τα έτη 1914-1915. Βέβαια, παρ’ όλες τις προσπάθειες του, τις εκτενείς αναφορές του και τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε συγκεντρώσει, δεν κατάφερε να πείσει την κυβέρνηση των ΗΠΑ να πάρουν επίσημη στάση επί του θέματος.
Οι φωνές διαμαρτυρίας του Morgenthau σε διάφορες συναντήσεις υψηλού επιπέδου με αξιω- ματούχους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έπεφταν στο κενό ενώ η γενοκτονία των Αρμενίων συνεχιζόταν. Η ίδρυση ενός δημοσίου ταμείου, το οποίο συγκέντρωσε πάνω από 100 εκα- τομμύρια δολάρια την εποχή εκείνη, καθώς και η συνεχής προβολή του θέματος των διωγμών και της γενοκτονίας των Αρμενίων μέσα από την εφημερίδα των New York Times(χάρη στη φιλία που τον συνέδεε με τον εκδότη της εφημερίδας Adolph Ochs) ήταν μερικές από τις κινήσεις στις οποίες ο Morgenthau πρωτοστάτησε προτού παραιτηθεί από το αξίωμά του το 1916. Στο βιβλίο του “The Murder of a Nation”, o Morgenthau παρουσιάζει την Τουρκία ως ένα φρικιαστικό μέρος, όπου όπως τόνιζε “και ο ίδιος έφτασε στα όρια του με αυτά που έζησε”. Το ιστορικό / διπλωματικό / στρατιωτικό πλαίσιο εκείνης της εποχής καθώς και, όλες οι διαπραγματεύσεις του με τους αξιωματούχους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και όλα τα στοιχεία που ο ίδιος είχε συγκεντρώσει επί του Αρμενικού Ζητήματος, δημοσιεύτηκαν το 1918σε ένα βιβλίο υπό τον τίτλο “Ambassador Morgenthau’s Story”.
Το 1918 ο Morgenthau σε δημόσιους λόγους του στις ΗΠΑ προειδοποιούσε ότι τόσο οι Ελλη- νες όσο και οι Ασσύριοι της Τουρκίας υπόκεινταν στους ίδιους διωγμούς και στα ίδια δεινά που είχαν υποστεί λίγα χρόνια πριν οι Αρμένιοι. Μετά τον Πόλεμο, ο Morgenthau ασχολήθηκε ενεργά με θέματα που αφορούσαν την παγκόσμια ειρήνη και ο ίδιος συμμετείχε σε πολλές διαπραγ- ματεύσεις ως σύμβουλος, ειδικότερα σε θέματα που αφορούσαν την Μέση Ανατολήκαι την ανατολική Ευρώπη. Επίσης, ο Morgenthau συνεργάστηκε στενά με φιλανθρωπικά ιδρύματα που σχετίζονταν με πολεμικές συρράξεις και συναφή γεγονότα. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο Morgenthau συνεργάστηκε με την Κοινωνία των Εθνών (πρόδρομο του σημερινού ΟΗΕ), το Relief Committee for the Middle East, την ελληνική Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων και τον αμερικανικό Ερυθρό Σταυρό. Το 1919, ο Morgenthau ηγήθηκε της αποστολής των ΗΠΑ στην Πολωνία κ συνέταξε το περίφημο Morgenthau Report ενώ το ’33, διετέλεσε εκπρόσωπος των ΗΠΑ στη Διάσκεψη της Γενεύης.
Το 1923 ο Morgenthau διορίστηκε πρόεδρος της Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων(ΕΑΠ) και έζησε το δράμα του προσφυγικού ελληνισμού μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και τις ανταλλαγές πληθυσμών από πρώτο χέρι. Κατά την παραμονή του στην Ελλάδα, ο Morgen- thau διέθετε την ετήσια αποζημίωσή του (2.500 λίρες / χρόνο) υπέρ των προσφύγων. Ο Mor- genthau, ως πρόεδρος της ΕΑΠ, στα τέλη του 1923, είχε να διαχειριστεί πάνω από 1 εκα- τομμύριο στρέμματα εθνικής γης καθώς και ένα δάνειο ύψους 10.000.000 αγγλικών λιρών. Με αυτά τα “εφόδια” έπρεπε να στηθούν ολόκληρα χωριά και συνοικισμοί, να ανοιχθούν πηγάδια, να στηθούν παράγκες, παραπήγματα και να οικοδομηθούν οικήματα ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να αντιμετωπιστούν άμεσα τα προβλήματα επισιτισμού των προσφύγων αλλά και των διαφόρων ασθενειών και επιδημιών που εξαπλώνονταν στους πληθυσμούς από τον υποσιτισμό, τις κα- κουχίες, τα μολυσμένα ύδατα, τα έλη και τα θανατηφόρα κουνούπια. Εκθέσεις του Αμερικα- νικού Ερυθρού Σταυρού αλλά και μαρτυρίες ιατρών εθελοντών, οι οποίοι κατέφθασαν στην Ελλάδα από πολλά μέρη του κόσμου και επισκέφθηκαν καταυλισμούς προσφύγων στην Μα- κεδονία, στη Θεσσαλία, στα νησιά του Αιγαίου και σε άλλα μέρη της επικράτειας, περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα τις τραγικές στιγμές που έζησε η Ελλάδα.
Την ίδια εποχή άλλωστε, με την συνδρομή και του Morgenthau, στην Ελλάδα δραστηριοποιείται η γυναικεία οργάνωση των “Αμερικανίδων Κυριών” (American Women’s Hospitals - AWH), οι οποίες με γενναίες εισφορές οικοδόμησαν πρόχειρα νοσοκομεία και σταθμούς πρώτων βο- ηθειών σε αρκετά μέρη της ελληνικής επικράτειας, εντός των προσφυγικών καταυλισμών. Στη Νέα Κοκκινιά, οι “Αμερικανίδες Κυρίες”, έστησαν το 1926ένα πρώτο λυόμενο νοσοκομείο στο οποίο εργάστηκαν εθελοντικά Αμερικανίδες δασκάλες που είχαν εγκαταλείψει τη Σμύρνη μαζί με τους πρόσφυγες αλλά και Έλληνες και ξένοι ιατροί, προσφέροντας τις ιατρικές τους υπηρεσίες στους πολύπαθους πρόσφυγες. Το 1928-1929, το Αμερικανικό Νοσοκομείο λειτουργούσε με 105 κρεβάτια, υπό την αιγίδα και τη διεύθυνση του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού Περι- θάλψεως της Εγγύς Ανατολής, της γνωστής “Νηαρ Ηστ” (Near East). Μετά το 1937, το νο- σοκομείο περιήλθε στο ελληνικό Δημόσιο και λειτούργησε ως Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο Πειραιώς. Το μόνιμο οίκημα του νοσοκομείου στην Νίκαια κατεδαφίστηκε μετά τον Β’ Πα- γκόσμιο Πόλεμο και στη θέση του κτίστηκε το σχολικό συγκρότημα όπου στεγάστηκε το 2ο Γυμνάσιο και Λύκειο Νίκαιας. Στη Νίκαια υφίσταται οδός που φέρει τιμητικά την ονομασία “Αμερικανίδων Κυριών” μέχρι τις ημέρες μας.
Ο Henry Morgenthau για την πολύπλευρη προσφορά του τιμήθηκε από διάφορες χώρες, με- ταξύ των οποίων και η Ελλάδα, με ανώτατα παράσημα, μετάλλια και τιμητικά αξιώματα. Η σύζυγός του Josephine Sykes, οικοδόμησε με δική της πρωτοβουλία και χρηματοδότηση ένα Βρεφοκομικό και Παιδοκομικό Σταθμό στο Δήμο του Βύρωνα, ο οποίος έφερε το όνομά της: “Παιδικός Σταθμός Μοργκεντάου”.
Το 1929, ο Morgenthau εξέδωσε ένα βιβλίο 330 σελίδων -το οποίο εξαντλήθηκε- με τον τίτλο “I Was Sent to Athens”, μέσα από τα οκτώ κεφάλαια του οποίου παρουσιάζονται με τρόπο δει- κτικό, συνοδεία πλήθους αποδεικτικών στοιχείων, το ιστορικό και διπλωματικό πλαίσιο προ της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι σφαγές και η πυρπόληση της Σμύρνης, η συστηματική και επιδιωκόμενη γενοκτονία του ελληνικού στοιχείου της Μ. Ασίας καθώς και το τραγικό κύμα προσφύγων που κατέκλυσε την Ελλάδα συνέπεια των παραπάνω.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθούμε σε ένα συγκεκριμένο σημείο του βιβλίου, στο κεφάλαιο 5, όπου ο Εβραίος (ας μην το λησμονούμε αυτό διότι δίνει ακόμη μεγαλύτερη βαρύτητα στα γραφόμενα αλλά και στην όλη στάση ζωής αυτού του ανθρώπου) Henry Morgenthauπεριγράφει αυτό που κάποιοι άλλοι ανάξιοι λόγου αποκάλεσαν “συνωστισμό στην προκυμαία της Σμύρνης” ως εξής:
[...] The Smyrna disaster of 1922 needs be only briefly mentioned here. It was the cause of the great exodus of all the Greeks of Asia Minor, but it happened so recently that many of the details are still fresh in the public memory. Let me itemize a few of these details:
The systematic burning of the Greek quarter of Smyrna by the Turkish troops under the very eye of Kemal;
The systematic slaughter of Greek men, women, and of children;
The organized looting of houses and churches; The unchecked, wholesale raping of women and young girls;
The segregation of all able-bodied Greek males from sixteen years of age to fifty, who were then driven inland, where practically all perished of forced labor, their destruction being hastened by starvation and assassination;
The deportation of the remaining women, children, and old men to Greece. [...]
Σήμερα η πρώην οδός Μόργκενταου στη Νίκαια έχει μετονομαστεί σε οδό Κώστα Γέμελου. Ο Κώστας Γέμελος (1908-1963) υπήρξε ένας μικρασιατικής καταγωγής δάσκαλος και δημοτικός σύμβουλος στη Νίκαια. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, οργανώθηκε στο ΕΑΜ και πήρε μέρους στους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης, όπου και διακρίθηκε. Κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου στάλθηκε προς κράτηση στη Μακρόνησο. Στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, συμμετέχοντας σε τοπικές πολιτικές οργανώσεις στη Νίκαια όπου και εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος επί σειρά ετών. Το 1957, ο Κώστας Γέμελος πρότεινε στο Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου Νικαίας τον επίσημο χαρακτηρισμό της 17ης Αυγούστου 1944 -ημερομηνία του ιστορικού Μπλόκου της Κοκκινιάς- ως “ημέρας τοπικής εξάρσεως και εθνικής ανατάσεως” ενώ πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Ηρώου των Πεσόντων Νίκαιας στην πλατεία της Οσίας Ξένης το 1956.
Πηγές:
Το κείμενο είναι πρωτότυπο - στα ελληνικά. Χρησιμοποιήθηκαν, σε μετάφραση, στοιχεία από τις κάτωθι πηγές:
“Οδωνυμικά του Πειραιά”, Μάρω Βουγιούκα / Βασίλης Μεγαρίδης, Εκδόσεις Φιλιππότη, 1996
_________________
Σχόλιο Αρχισυντάκτη
Ο MLP δεν γεννήθηκε στη Νίκαια, δεν είναι καν κάτοικος της πόλης. Είναι ένας νέος από τον Πειραιά που ασχολείται με την φωτογραφία, μπαίνοντας σχεδόν πάντοτε και σε θέματα τεκμη- ρίωσης. Ένας σύγχρονος ερευνητής που μας αποδεικνύει με αυτό του το άρθρο ότι η ιστορία της Νίκαιας συγκινεί πέρα από τα στενά γεωγραφικά της όρια. Τον ευχαριστούμε για μια ακόμα φορά.
Η Ιστορικός - Φιλόλογος Αρχοντία Βασ. Παπαδοπούλου, στο βιβλίο της “Η Αττική Νίκαια”, στην εισαγωγή του κεφαλαίου “Η ιστορία των Μικρασιατικών οδών της πόλεως” γράφει χαρακτηρι- στικά κάτι που μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους:
Οι προσφυγογενείς, κυρίως, Δήμοι στην ονοματοθεσία των οδών τους χρησιμοποιούν ονομα- σίες πόλεων της Ανατολής προκειμένου να παραμείνουν ζωντανές στην καθημερινή ζωή της παρούσας γενιάς αλλά και των επερχομένων. Έτσι, οι ονομασίες αυτές αποτελούν άμεση και εις το διηνεκές διδασκαλία στους νέους της ιστορίας των ελληνικών πατρίδων της Ανατολής.
Για τον σκοπό αυτό οφείλουμε να μη αλλάζουμε αυτές τις ονομασίες σε περίπτωση που πρέπει να δώσουμε, τιμητικά, ονόματα επιφανών ατόμων ή σπουδαίων γεγονότων και να προβαίνουμε σε άλλες επιλογές.
Η δημοσίευση αυτή εντάσσεται στα κείμενα που αναρτώνται προς τιμή των 90 χρόνων από τη δημιουργία της πόλη αποδεικνύοντας για μια ακόμα φορά πως η ιστορία αυτού του τόπου είναι σπουδαία.
@@@@@@@@@@@@@@
Ιστορία των Oικισμών της Ελλάδας (15ος-20ός αι.)
Τεκμήρια για τη συγκρότηση των οικισμών του Πειραιά
Κοκκινιά (Δήμος Νίκαιας)
Ο αρχικός οικιστικός πυρήνας του Δήμου Κοκκινιάς δημιουργήθηκε σε ακατοίκητη έκταση που άνηκε στο Δήμο Πειραιά. μέρος της χρησιμοποιείτο ως χωματερή, ενώ η γύρω περιοχή ήταν εποχικός βοσκότοπος για τα κοπάδια των γειτονικών χωριών. Σταδιακά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή προσφυγικοί πληθυσμοί εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή αρχικά σε πρόχειρες και αργότερα σε ξύλινες κατασκευές από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων (ΤΠΠ) και την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ). Στη συνέχεια το Κράτος παραχώρησε οικόπεδα και κατασκεύασε διώροφα κτίρια και πολυκατοικίες για τους πληθυσμούς αυτούς.
Στις αρχές του 1923 το ΤΠΠ πραγματοποίησε βιαστική τοπογράφηση της περιοχής και ξεκίνησε την οικοδόμηση. Σε εκατοντάδες πρόσφυγες δόθηκαν σκηνές ως προσωρινά καταλύματα. Τα πρώτα σπίτια χτίστηκαν σε πολύ μικρά οικόπεδα, μόλις 20-25 τμ., με διαστάσεις 5x4, 5x5, και 6x4, ήταν χαμηλά, με ένα δωμάτιο και φτιαγμένα από μπαγδατί (είδος καλαμωτής πασαλειμμένης με λάσπη). Μέχρι το 1925 είχαν κτιστεί από το ΤΠΠ και την ΕΑΠ 6.650 κατοικίες. Πλήθος αυθαίρετων κατασκευών υπήρχε την ίδια περίοδο νότια της οδού Τζαβέλα σε βάθος 3-6 οικοδομικών τετραγώνων. Επιπλέον κατασκευάστηκαν μικρά μονώροφα σπίτια με τετράκλινη στέγη σε πολύ μικρά οικόπεδα που παραχώρησε η Κυβέρνηση σε προσφυγικές οικογένειες στις οποίες χορήγησε και μικρά δάνεια με χαμηλό επιτόκιο.
Ο Δήμος Νέας Κοκκινιάς συστάθηκε στις 7 Μαΐου του 1933 (ΦΕΚ 109), ενώ το όνομά του προήλθε από την γεωλογική υφή του εδάφους (αργιλικό), το οποίο χρησιμοποιείτο στα τουβλοποιεία της περιοχής (Δηλαβέρης). Το 1940 μετονομάστηκε σε Δήμο Νικαίας (ΦΕΚ 271/3.9.1940).
Νέα Κοκκινιά
Το 1924 η ΕΑΠ ανέλαβε το συστηματικό πολεοδομικό σχεδιασμό, με στεγαστικό πρόγραμμα διαδοχικών φάσεων που υλοποιήθηκε τα επόμενα πέντε χρόνια. Η αρχική φάση στέγασης (1924-1926) κάλυπτε μια περιοχή δεκαπέντε περίπου τετραγώνων, εμβαδού ενός τετραγωνικού χιλιομέτρου, που επεκτάθηκε προς βορρά σε απόσταση μεγαλύτερη του ενός χιλιομέτρου. Οι περιοχές αυτές έγιναν γνωστές με τα ονόματα Άι Νικόλας και Οσία Ξένη, από τις εκκλησίες που χτίστηκαν. Τα σπίτια ήταν μόνιμες κατασκευές που παρουσίαζαν ποικιλία ως προς την εξωτερική εμφάνιση και το μέγεθος. Η διανομή τους στους προσφυγικούς πληθυσμούς δεν έγινε με συστηματικό τρόπο? για παράδειγμα το 1924 λίγο προτού χτιστούν τα πρώτα σπίτια, χίλιοι περίπου πρόσφυγες μεταφέρθηκαν από τα Δημόσια Λουτρά του Φαλήρου σε μεγάλες νοσοκομειακές σκηνές κοντά στον οικισμό. Οι ίδιοι δεν ήθελαν να μεταφερθούν από το ζεστό κτίριο με το άφθονο νερό στην Κοκκινιά, που ήταν ένας τόπος έρημος και ακατοίκητος. Τα σπίτια σύντομα κατασκευάστηκαν, όμως η διανομή καθυστερούσε και προσφυγικές οικογένειες που διέμεναν ακόμη σε σκηνές προχώρησαν σε στη κατάληψή τους. Το 1925 και 1926 οι δραστηριότητες του στεγαστικού προγράμματος οδήγησαν σε αύξηση των κατασκευών και επέκταση του συνοικισμού με τον πληθυσμό του να φτάνει τις 30.000 κατοίκους.
Πολυκατοικίες Πέτρου Ράλλη
Συγκρότημα εννέα τριώροφων πολυκατοικιών και 216 διαμερισμάτων (κάθε πολυκατοικία είχε 12 διαμερίσματα τους ενός δωματίου και 12 των δύο δωματίων) που κτίστηκε το 1934-1935 από το υπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας σε σχέδια του αρχιτέκτονα Κ. Λάσκαρη. Μετά το σεισμό του 1981 κρίθηκαν ακατοίκητα και κατεδαφίστηκαν και στο χώρο τους επεκτάθηκε το προαύλιο του Νοσοκομείου Νικαίας (δεν έχουν κατεδαφιστεί ξανά προσφυγικές πολυκατοικίες). Οι πολυκατοικίες ήταν κτισμένες σε σχήμα τριών Π, ανοικτών προς την οδό Πέτρου Ράλλη.
Καραβάς
Η περιοχή του Καραβά, στα δυτικά του οικισμού, αναπτύχθηκε μέσω της παραχώρησης των οικοπέδων, όπως και η ανατολική ζώνη που εκτεινόταν κατά μήκος της κεντρικής λεωφόρου.
Αρμένικα
Πρόκειται για την περιοχή κάτω από την Πέτρου Ράλλη, μεταξύ των οδών Περιστάσεως, Μαδύτου και 7ης Μαρτίου 1944, στην οποία κατοίκησαν αρμένιοι πρόσφυγες με αυτοστέγαση σε οικόπεδα που τους παραχωρήθηκαν (η κανονικότητα της δόμησης παραπέμπει σε διανομή οικοπέδων ή και σε οργανωμένη κατασκευή οικιών). Η περιοχή φαίνεται να ήταν δομημένη σε οκτώ οικοδομικά τετράγωνα, στα οποία ήταν κτισμένα έξι ή περισσότερα τετράγωνα κτίσματα.
Γερμανικά
Το 1927 μετά την έγκριση του δεύτερου διεθνούς δανείου η ΕΑΠ διενήργησε τοπογράφηση της ακάλυπτης έκτασης γύρω από το νεκροταφείο, στο βόρειο τμήμα του μέχρι τότε οικισμού. Στη περιοχή αυτή, δηλαδή κάτω από την οδό Ανωγείων και την ημικυκλική πλατεία Μεταξά μέχρι την οδό Φιλαδελφείας και από την οδό Μικράς Ασίας (σήμερα 28ης Οκτωβρίου) έως την Ατταλείας, ανεγέρθηκαν ομοιόμορφες προκατασκευασμένες κατοικίες από φύλλα αμιάντου που αποτέλεσαν το συνοικισμό «Κρήνη» ή Γερμανικά (από τις γερμανικές επανορθώσεις). Ο συνοικισμός, που κάλυψε έκταση 45 περίπου οικοδομικών τετραγώνων, ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1927 και ήταν το τελευταίο έργο της ΕΑΠ στη Κοκκινιά. Σε αυτόν εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες που στεγάζονταν σε αποθήκες και υπόγεια εργοστασίων του Πειραιά αλλά και από διάφορα μέρη της χώρας.
Ένταξη περιοχών στο Σχέδιο Πόλης
(σύμφωνα με το επιχειρησιακό πρόγραμμα Δήμου Νίκαιας 2009-2010)
(σύμφωνα με το επιχειρησιακό πρόγραμμα Δήμου Νίκαιας 2009-2010)
Περιοχή
|
Ένταξη στο σχέδιο
|
Έκταση σε στρέμματα
|
Επέκταση Πειραιά |
1932
1955 |
157
32 |
Καραβάς Α΄ |
1929
|
61
|
Νέα Κοκκινιά |
1929
|
750
|
Επέκταση Νέας Κοκκινιάς |
1936
|
29
|
Τρίγωνο Πευκακίων |
1929
|
37
|
Επέκταση Παλαιάς Κοκκινιάς |
1929 (προσφυγικά)
1934 (ιδιωτικά) |
452 (συνολικά)
|
Περιοχή Κορυδαλλού |
1929 (προσφυγικά)
1934 (ιδιωτικά) |
853 (συνολικά)
|
Καραβάς Β΄ |
1929
|
423
|
Επέκταση Καραβά Β΄ |
1956
|
17
|
Επέκταση Σελεπίτσαρι |
1970
|
5
|
Σταυρός Χαλκηδόνας |
1985
|
26
|
Λόφος Σελεπίτσαρι |
1984
|
356
|
Γήπεδο Νεάπολης |
1985
|
129
|
Σχολείο επί της Μαραθονομάχων |
1979
|
9
|
Γερμανικά |
1934
|
84
|
Καραβάς Γ΄ |
1929
|
582
|
Καραβάς Δ΄ |
1929
|
164
|
Οικοδομικός συνεταιρισμός Ζωο-δόχου Πηγής (Νεάπολη) |
1961
|
310
|
Επέκταση Νεάπολης |
1974
|
205
|
Άνω Νεάπολη |
1987
|
326
|
Νοσοκόμειο - Πλάτων |
1966
|
157
|
Νεκροταφείο |
1938
|
257
|
Αθλητικές εγκαταστάσεις |
1989
|
23
|
Σύνολο |
5.444
|
Άγιος Ιωάννης Ρέντη
Στις 27 Φεβρουαρίου 1925 συστάθηκε η Κοινότητα του Αγίου Ιωάννη Ρέντη (ΦΕΚ 48) από τμήματα των Δήμων της Αθήνας και του Πειραιά. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1920, οι λιγοστοί κάτοικοι ασχολούνταν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Η Μικρασιατική καταστροφή και η εγκατάσταση των προσφύγων οδήγησε στην αλλαγή της χρήσης του χώρου. Δημιουργήθηκαν τρεις προσφυγικοί οικισμοί που διατηρούνται μέχρι και σήμερα: ο συνοικισμός Σταματάκη (απέναντι από τη σημερινή Λαχαναγορά), του Απόλλωνα (κοντά στην οδό Πειραιώς) και της Κεντρικής Πλατείας του Δήμου. Το 1935 συντάχθηκε το σχέδιο Πόλεως για το Δήμο, το οποίο περιελάμβανε το χώρο από τις προσφυγικές πολυκατοικίες γύρω από την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη μέχρι και τον συνοικισμό του Απόλλωνα (δυτικό όριο). Ανατολικά έφτανε έως την κοίτη του Κηφισού, βόρεια έως τις σιδηροδρομικές γραμμές, νότια έως την οδό Πειραιώς. Το σχέδιο περιελάμβανε 70 οικοδομικά τετράγωνα Στο σύνολό της όμως η περιοχή -εντός και εκτός σχεδίου- μέχρι και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια παρέμενε αδόμητη. Η ουσιαστική οικοδόμηση της περιοχής άρχισε μετά το 1950. Μέχρι το 1940 είχαν εγκριθεί από το Ανώτατο Πολεοδομικό Συμβούλιο δύο βιομηχανικές ζώνες. η μία γύρω από την οδό Πειραιώς και η άλλη εντός του συνοικισμού του Απόλλωνα.
Τη δεκαετία του 1940 ο Άγιος Ιωάννης Ρέντης αποτελούσε τον τρίτο δήμο του Λεκανοπεδίου σε εκτάσεις καλλιεργειών κηπευτικών (2.900 στρέμματα κηπευτικών). Οι λαχανόκηποι του Ρέντη τροφοδοτούσαν κυρίως τη λαχαναγορά του Πειραιά αλλά και τη λαχαναγορά της Αθήνας που βρισκόταν στον Ταύρο. Ο Άγιος Ιωάννης Ρέντη δεν αποτέλεσε τόπο οργανωμένης προσφυγικής εγκατάστασης μεγάλης έκτασης, πιθανότατα γιατί η γη ήταν υψηλής παραγωγικότητας και δεν κρίθηκε σκόπιμο να απαλλοτριωθεί για κατοικίες. Το τμήμα του Άνω Ρέντη προσαρτήθηκε στο Δήμο το 1968, ενώ μέχρι τότε ανήκε στον Πειραιά. Είναι κυρίως περιοχή κατοικίας, η οποία αποτελείται από τις αρμένικες πολυκατοικίες επί των οδών Θεσσαλονίκης και Μπότσαρη και το συγκρότημα των εργατικών πολυκατοικιών επί των οδών Θηβών-Θεσσαλονίκης, όμως στα όριά της περιοχής λειτουργούν βιοτεχνίες, βιομηχανίες και χώροι αποθήκευσης.
Στο σύνολο του Δήμου κυριαρχεί η κατοικία, η οποία όμως συνυπάρχει και με άλλες χρήσεις της γης, βιοτεχνίες και βιομηχανικές μονάδες, ενώ ένα μεγάλο κομμάτι του Δήμου καταλαμβάνεται από τις εγκαταστάσεις του ΟΣΕ που βρίσκονται στα δυτικά. Τα τελευταία χρόνια οι βιομηχανικές και βιοτεχνικές μονάδες παρουσιάζουν αισθητή μείωση.
Συνοικισμός Σταματάκη
Ο οικισμός Σταματάκη αποτέλεσε τον πρώτο οργανωμένο οικισμό του Δήμου και ονομάστηκε έτσι από τον ιδιοκτήτη του κτήματος το οποίο απαλλοτριώθηκε. Το απαλλοτριωμένο, λοιπόν, κτήμα μοιράστηκε σε δύο επιμήκη οικοδομικά τετράγωνα με δρόμο πλάτους 8 μέτρων, μεταξύ των οδών Ίωνος Δραγούμη, Αλατσάτων, Σέρμπου, Όλγας και Σταματάκη. Κάθε τετράγωνο χωρίστηκε σε 28 οικόπεδα, στα οποία το υπουργείο Κρατικής Υγιεινής και Αντιλήψεως έχτισε το 1933, 28 όμοιες ισόγειες διπλοκατοικίες (56 κατοικίες). Κάθε οικίσκος είχε διαστάσεις 10x10 και ήταν χωρισμένος στη μέση με πέτρινο τοίχο. Το σύνολο καλυπτόταν από τετράγωνη τετράριχτη ξύλινη στέγη, η οποία στηριζόταν στοn κεντρικό διαχωριστικό τοίχο και στους τέσσερις πλευρικούς. Το κάθε μισό του κτιρίου είχε μια είσοδο-χωλ, κουζίνα-τραπεζαρία από τη μία και υπνοδωμάτιο από την άλλη. Οι κατοικίες ήταν διαταγμένες στα οικοδομικά τετράγωνα σύμφωνα με το σύστημα των πτερύγων. Στις αυλές τους υπήρχαν στέρνες και φοινικόδεντρα. Ο μεγάλος τους αριθμός δε, (ήταν 500 στο σύνολο των περίπου 4.000 κατοίκων του Ρέντη) τους καθιστούσε υπολογίσιμη δύναμη με δυνατότητα επιρροής στην πολιτική του τόπου.
Χαρακτηριστικό της περιοχής είναι η ύπαρξη των σιδηροδρομικών γραμμών του ΟΣΕ (της Κωνσταντινουπόλεως) στο εσωτερικό της, που αναπόφευκτα προκαλεί μια εσωτερική διαίρεση, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την επικοινωνία
Συνοικισμός Απόλλωνας
Ο προσφυγικός συνοικισμός του Απόλλωνα συστάθηκε το 1932. Ο συνοικισμός αποτελείται από 12 οικοδομικά τετράγωνα, πέντε μεγάλα και επτά μικρότερα. Τα οικόπεδα παραχωρήθηκαν από την ΕΑΠ στους πρόσφυγες και οι ίδιοι κατασκεύασαν μικρά καταλύματα. Αρχικά οικοδομήθηκαν διπλοκατοικίες τετράγωνης κάτοψης, σε επτά οικοδομικά τετράγωνα καθώς και επιμήκη παραπήγματα (μονώροφες πρόχειρες κατασκευές από πλίνθους και λαμαρίνες) σε άλλα δύο τετράγωνα.
Σύντομα αυξήθηκε ο πληθυσμός και η δόμηση επεκτάθηκε στους κενούς χώρους και στα βόρεια του συνοικισμού. Οι οικίες διατάσσονταν είτε περιμετρικά σε συστάδες είτε ανά τρεις συστάδες σχηματίζοντας Γ. Σε κάθε οικοδομικό τετράγωνο υπήρχαν πεζόδρομοι 2 μέτρων που επέτρεπαν την κίνηση στο εσωτερικό του τετραγώνου.
Το εμβαδόν της κάθε κατοικίας ήταν ιδιαίτερα μικρό, περίπου 17μ2 (4.00x4.30μ) με αυλή περίπου 32μ2 (4x8μ). Σταδιακά λόγω του περιορισμένου χώρου, οι κάτοικοι κατασκεύασαν προσθήκες στις αυλές. Στον εσωτερικό υπαίθριο χώρο του τετραγώνου υπήρχαν οι κοινόχρηστοι χώροι υγιεινής.
Ονομάστηκε Απόλλωνας είτε από αρχαίο άγαλμα που βρέθηκε στην περιοχή είτε από το κηροπλαστείο «Απόλλων» που λειτουργούσε σε απόσταση 500 μέτρων επί της Πειραιώς και στο οποίο εργάζονταν πρόσφυγες. Στον Απόλλωνα εγκαταστάθηκαν αρκετοί πρόσφυγες, με αποτέλεσμα ο συνοικισμός να αποκτήσει σύντομα σχετική αυτοτέλεια. Το 1940 ο συνοικισμός ήταν ήδη διαμορφωμένος. Η σημερινή εικόνα του Απόλλωνα χαρακτηρίζεται από τη συνύπαρξη μερικών «παραδοσιακών» προσφυγικών κατοικιών -με τις μεταγενέστερες τροποποιήσεις και επεκτάσεις τους- με νεότερες μονοκατοικίες και μικρές πολυκατοικίες των τελευταίων δεκαετιών, που αντικατέστησαν τις περισσότερες από τις πρώτες.
Συνοικισμός πολυκατοικίες
Οικοδομικό τετράγωνο που αποτελείται από τέσσερις μεγάλες και τρεις μικρότερες διώροφες πολυκατοικίες οι οποίες περιλαμβάνουν διαμερίσματα σε σειρά. Είναι δομημένες σε στοίχους στο κέντρο του αρχικού συνοικισμού, δίπλα στη εκκλησία του Αγίου Ιωάννη Ρέντη. Κατασκευάστηκαν, πιθανότατα, την περίοδο 1934-1939 από το Υπουργείο Πρόνοιας. Αποτελούνται από διαμερίσματα, διατεταγμένα σε δύο ορόφους, κατασκευάστηκαν από οπλισμένο σκυρόδεμα και έχουν κεραμοσκεπή. Ανάμεσα στις πολυκατοικίες υπάρχουν παρτέρια. Οι διώροφες πολυκατοικίες του συγκροτήματος αυτού, είναι κτίσματα επιμήκη, πέτρινα, με δώμα. Εξωτερικά κλιμακοστάσια, στεγασμένα με κεραμίδια -δύο σε κάθε μεγάλο συγκρότημα, ένα στα μικρότερα-οδηγούν στον εξώστη του ορόφου απ' τον οποίο γίνεται η είσοδος στα διαμερίσματα του ορόφου και στο δώμα, όπου υπάρχουν κοινά «πλυσταριά». Σε κάθε όροφο υπάρχουν κατοικίες των 33μ2 (4x8,25μ) η καθεμία στα μεγάλα συγκροτήματα και των 39μ2 (6,20x6.20μ) στα μικρότερα, οι οποίες ακολουθούν τυπική διάταξη κάτοψης, σύμφωνη με το σχεδιασμό που ακολουθούσε η ΕΑΠ για τις προσφυγικές πολυκατοικίες: ένας μικρός διάδρομος στην είσοδο, αριστερά και δεξιά του οποίου βρίσκονται η κουζίνα και το λουτρό αντίστοιχα και ακολουθούν δύο χώροι, περίπου ισομεγέθεις, ο ένας εκ των οποίων λειτουργεί σαν καθιστικό και ο δεύτερος σαν υπνοδωμάτιο. Πανομοιότυπα διαμερίσματα υπάρχουν και στους 2 ορόφους, ενώ σε καθένα αντιστοιχεί αυλή, στη βόρεια πλευρά του συγκροτήματος.
Οι όψεις ακολουθούν την ίδια λογική σε όλα τα συγκροτήματα, γεγονός που επιτρέπει την «εύκολη» ανάγνωση του αριθμού κατοικιών που στεγάζονται σε κάθε συγκρότημα. Η αρχιτεκτονική των συγκροτημάτων αυτών, όπως και των υπόλοιπων προσφυγικών πολυώροφων συγκροτημάτων στο σύνολό τους, επηρεάζεται από το κίνημα του Μοντερνισμού? αρχιτεκτονικά τα προσφυγικά πολυώροφα κτίρια διακρίνονται για την οικονομία των μέσων, την αφαιρετικότητα και την απουσία διακόσμου..
Μεταπολεμική δόμηση*
Μετά τον πόλεμο δημιουργήθηκαν μια σειρά συγκροτημάτων, είτε για πρόσφυγες (από διάφορους οργανισμούς), είτε για εργαζόμενους (από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας). Πιο συγκεκριμένα, τα συγκροτήματα του Ο.Ε.Κ. στο Ρέντη είναι τα εξής:
Οι εργατικές πολυκατοικίες Φλέμινγκ (Φλέμινγκ-Περικλέους-Μανδηλαρά)
Πρόκειται για το πρώτο συγκρότημα εργατικών πολυκατοικιών που σχεδιάστηκε στο Δήμο του Ρέντη από τον Ο.Ε.Κ. το 1955. Περιλαμβάνει 13 στοίχους στους οποίους στεγάζονται 150 διαμερίσματα. Αρχιτέκτονας ήταν ο Άρης Κωνσταντινίδης.
Τα συγκροτήματα του Ο.Ε.Κ. από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Μεγαλύτερη δράση του Ο.Ε.Κ. παρατηρείται στο Ρέντη το 1959, οπότε και κατασκευάζει συγκροτήματα-οικισμούς με επαναλαμβανόμενους τύπους κτιρίων και διαμερισμάτων, και με κοινή λογική ως προς τη διαμόρφωση των υπαίθριων χώρων.
Τα επόμενα χρόνια κατασκευάστηκαν τέσσερα συγκροτήματα τετραώροφων πολυκατοικιών: α) 132 διαμερίσματα επί της οδού Θηβών, β) 96 διαμερίσματα μεταξύ των οδών Κωνσταντινουπόλεως και Αγ. Ιωάννη, γ) 378 διαμερίσματα επί της Π. Ράλλη και 188 διαμερίσματα επί των οδών Θηβών-Θεσσαλονίκης.
Το 1967, κατασκευάστηκε το συγκρότημα επί των οδών Αγ. Ιωάννη και Μπιχάκη με 152 κατοικίες. Οι μονάδες αυτές κατοικίας έχουν εμβαδόν περίπου 80μ2 και διακρίνονται σε 2 τύπους ανάλογα με τη θέση της εισόδου τους. Περιλαμβάνουν 2 υπνοδωμάτια, κουζίνα, σαλόνι και λουτρό. Μετά την ανέγερση του οικισμού, η διάθεση των διαμερισμάτων έγινε με κλήρωση, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τον αριθμό των μελών της οικογένειας.
Η κατασκευή του συγκροτήματος στο πρώην οικόπεδο της ΒΙΑΜΥΛ (επί των Οδών Φλέμινγκ-Σταυράκη-Μανδηλαρά) συνοδεύτηκε από γενικευμένη ένταση. Πρόκειται για επταώροφα συγκροτήματα κατοικιών, τα οποία κατασκευάστηκαν με αρχικό σκοπό να πωληθούν στον ΟΕΚ, πράγμα το οποίο δεν συνέβη, με αποτέλεσμα να πωληθούν σε ιδιώτες. Αυτή τη στιγμή αποτελούν μια «υπερσυμπυκνωμένη» περιοχή κατοικίας (περίπου 3.000 άτομα στα όρια ενός οικοδομικού τετραγώνου), που δημιουργεί μια έντονη δυσαναλογία στον καταμερισμό της κατοίκησης. Αρνητικό επίσης είναι ότι με την κατασκευή των συγκροτημάτων αυτών, παρά τις προσπάθειες της Δημοτικής Αρχής από το 1995, καθίσταται δυσχερής η διάνοιξη δρόμου που θα συνδέσει τις οδούς Περικλέους και Θεμιστοκλέους που προβλέπεται από το ρυμοτομικό του 1935, ενώ διατηρείται ενιαίο ένα ιδιαίτερα μεγάλο οικοδομικό τετράγωνο.
Οι εργατικές πολυκατοικίες μεταξύ των οδών Αγ. Ιωάννη και Αθηνάς (συγκρότημα ΟΣΕ).
Οι αρμένικες και ρουμάνικες πολυκατοικίες επί της οδού Φλέμινγκ στην Πλατεία του Ελ. Βενιζέλου.
Οι αρμένικες και ρουμάνικες πολυκατοικίες Φλέμινγκ-Παύλου Μελά.
Το καινούριο συγκρότημα πολυκατοικιών μεταξύ των οδών Φλέμινκγ-Μπαλτατζή και Καραολή και Δημητρίου.
* Για την μεταπολεμική δόμηση και τους συνοικισμούς, δεν κατέστη εφικτό να συγκεντρώσουμε μέχρι στιγμής περισσότερα στοιχεία.
Βιβλιογραφία:
Ελίζα Παπαδοπούλου και Γ. Μ. Σαρηγιάννης, Συνοπτική έκθεση για τις προσφυγικές περιοχές του Λεκανοπεδίου Αθηνών, Αθήνα, ΕΜΠ, 2006.
Renee Hirschon, Κληρονόμοι της Μικρασιατικής Καταστροφής. Η κοινωνική ζωή των Μικρασιατών προσφύγων στον Πειραιά, Αθήνα, ΜΙΕΤ, 22006.
Ευχαριστώ θερμά την Μαρί Λαυρεντιάδου για τη βοήθεια.
Χάρτες
Φωτογραφική απεικόνιση
__________________________
Γ. Καπετανάκης, Ελένη Μπενέκη, Γ.Μ. Σαρηγιάννης, Άγιος Ιωάννης Ρέντη: η ιστορική και η πολεοδομική του εξέλιξη, Αθήνα, Δήμος Αγίου Ιωάννης Ρέντη, 2002.
Ελίζα Παπαδοπούλου και Γ.Μ. Σαρηγιάννης, Συνοπτική έκθεση για τις προσφυγικές περιοχές του Λεκανοπεδίου Αθηνών, ΕΜΠ, Αθήνα 2006.
Χάρτες
Φωτογραφική απεικόνιση
Συντάκτης: Ελένη Κεραμαργιώ
- _______________________________________________________________________
To 15o Γυμνάσιο Πειραιά κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους 2008-2009 ανέλαβε να υλοποιήσει υπό την εποπτεία του καθηγητή φιλολόγου-ιστορικού Κωνσταντίνου Μπέλση και με την αρωγή της φιλολόγου Ευαγγελίας Παππά πολιτιστικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα με τίτλο: «Παλαιά Κοκκινιά. Ένα ταξίδι στο χρόνο».
Προς τούτο συγκροτήθηκαν ομάδες εργασίας, όπου μαθητές και μαθήτριες της Γ΄ Γυμνασίου του σχολείου μας, αφού πρώτα συνέλεξαν, κωδικοποίησαν, ταξινόμησαν και επεξεργάστηκαν πληροφοριακό υλικό για την ιστορία της γειτονιάς τους, εν συνεχεία επιχείρησαν να παρουσιάσουν τούτο το σύντομο ιστορικό οδοιπορικό του τόπου που μεγάλωσαν και αγάπησαν.
Η παρούσα εργασία είναι καρπός της δουλειάς αυτών των παιδιών και δεν αποτελεί εμπεριστατωμένη ιστορική μελέτη για την παλαιά Κοκκινιά. Πρωταρχικός σκοπός αυτής της απόπειρας ήταν περισσότερο η ένταξη των μαθητών στη διαδικασία της ιστορικής έρευνας και στη λογική της χρήσης των τεκμηρίων. Είναι συνεπώς αυτονόητο ότι οι αρχειακές, ιστορικές διαθεσιμότητες ασφαλώς και δεν εξαντλήθηκαν.
Η γνωριμία, ωστόσο, με την τοπική ιστορία, η αναζήτηση πληροφοριακού υλικού γραπτού ή προφορικού και η προσπάθεια ερμηνείας αυτού του ιστορικού υλικού καλλιέργησαν την ιστορική σκέψη, την ιστορική συνείδηση και οδήγησαν τους/ τις μαθητές/τριες σε μία άλλη θεώρηση του παρελθόντος αλλά και του παρόντος της συνοικίας τους. Ταυτόχρονα, η ερευνητική τους απόπειρα και η διαλογική ανταλλαγή πληροφοριών ή/και κρίσεων για πράξεις, παραλείψεις, επιλογές, συμπεριφορές και πρακτικές του παρελθόντος προήγαγαν το ομαδοσυνεργατικό πνεύμα και κέντρισαν το ενδιαφέρον τους. Οι τακτικές συναντήσεις των ομάδων εργασίας όξυναν την κριτική ικανότητα των μελών, οδήγησαν στην κατανόηση της ανθρώπινης αδυναμίας και συμπεριφοράς αποφεύγοντας επικίνδυνους αφορισμούς, μονοαιτιακά ερμηνευτικά σχήματα και επιπόλαιες κρίσεις τόσο για το παρελθόν όσο και για το σύγχρονο παρόν.
Κλείνοντας το σημείωμα αυτό θα ήθελα να συγχαρώ τους/τις μαθητές/τριες της ομάδας εργασίας (Βολακάκη Κατερίνα, Αγγελοπούλου Ξένια, Βαγιανό Κωνσταντίνο, Κατσαρό Νίκο, Στρατήγη Μαρία, Ψωράκη Χαρά, Χατζηγιαννοπούλου Άννα και Συμιανάκη Κωνσταντίνα) γι΄ αυτή την ερευνητική προσπάθειά τους. Επίσης, θα ήθελα να ευχαριστήσω τη διευθύντρια του 15ου Γυμνασίου, φιλόλογο κα Πηνελόπη Αργίτη για τη συμπαράστασή της σε όλη τη διάρκεια του προγράμματος.
Κοκκινιά, Μάης 2009
Κωνσταντίνος Μπέλσης
Κάντε "κλικ" στον παρακάτω τίτλο για να κατεβάσετε και διαβάσετε το όλο κείμενο, αποτέλεσμα της συνεργασίας των καθηγητών(-τριών) και μαθητών(-τριών) μας για την πραγματικά μεγάλη ιστορία της περιοχής μας.
@@@@@@@@@@@@@@@@@@@@@@@@@
Ενα πρωί σε μια γωνιά στην Κοκκινιά
Θολά τοπία. Εικόνες, φωτογραφίες που θα έπρεπε να απεικονίζουν πρόσωπα, μόνο που στη θέση τους βλέπεις σκιές. Σαν να αχνοφαίνεται το περίγραμμα του προσώπου πίσω από το νεφέλωμα και, πάντως, κάτω από τη φωτογραφία αναγράφεται ένα όνομα. Η εικαστική αυτή παρέμβαση έχει διττό χαρακτήρα: πρακτικό αλλά και συμβολικό. Τα φασματικά πορτρέτα ανθρώπων χωρίς πρόσωπο αλλά με όνομα αποτελούν τμήμα εικαστικής εγκατάστασης που βρίσκεται εντός του χώρου μνήμης της Μάντρας του Μπλόκου της Κοκκινιάς. Πέρα και από τον χώρο αυτό καθαυτό, το σύμπλεγμα των φωτογραφιών (που στηρίζονται σε αναθηματικές στήλες) είναι ό,τι πιο ενδιαφέρον έχει να επιδείξει το μουσείο στη Νίκαια.
Σε κάθε μία από τις φωτογραφίες απεικονίζεται το πρόσωπο των 74 εκτελεσμένων από τους ναζί, στις 17 Αυγούστου 1944. Οι φωτογραφίες συγκεντρώθηκαν πριν από λίγα χρόνια από τον Δήμο Νίκαιας, σε συνεργασία με τις οικογένειες των εκτελεσθέντων. Οπως εξήγησε η Ειρήνη Ρηνιώτη, υπεύθυνη του χώρου, οι περισσότερες φωτογραφίες συγκεντρώθηκαν αλλά, δυστυχώς, δεν κατέστη εφικτό να συγκεντρωθούν όλες. Οταν λοιπόν το 2004 ο Δήμος Νίκαιας αποφάσισε να αναδείξει το μουσείο, ο Εδουάρδος Γεωργίου, ο οποίος ανέλαβε τη μουσειολογική αναβάθμιση του χώρου, πήρε αυτή την, εύστοχη κατά τη γνώμη μας, κατεύθυνση του φλουταρίσματος. «Ετσι, έχουμε πρόσωπα που δεν είναι ευκρινή», σχολιάζει η Ειρ. Ρηνιώτη στους μαθητές της Α΄ Λυκείου του 3ου Λυκείου Νίκαιας, που επισκέπτονται τον χώρο εκείνη τη μέρα. «Μεταφορικά τι σημαίνει αυτό, παιδιά; Οτι οποιοσδήποτε από εμάς θα μπορούσε να βρεθεί σε αυτή τη θέση. Κάντε μία περιήγηση ανάμεσα σε αυτές τις φωτογραφίες, προσπαθήστε να συνομιλήσετε με τα πρόσωπα αυτά».
Στην αίθουσα όπου βρίσκονται οι φωτογραφίες των νεκρών περιλαμβάνεται μικρό αμφιθέατρο (πέρα από τις σχετικές ομιλίες, εκεί προβάλλεται ντοκιμαντέρ του Διονύση Γρηγοράτου με θέμα το Μπλόκο της Κοκκινιάς), ιστορικά τεκμήρια της Κατοχής και του γερμανικού οπλοστασίου, γλυπτά που φιλοτέχνησαν ο Μιχάλης Κάσσης και ο Μιχάλης Παπαδάκης, καθώς και φωτογραφίες αγωνιστών της Αντίστασης από σημαντικούς Ελληνες και ξένους φωτογράφους.
Ανοδος του ναζισμού
Επισκεφθήκαμε τη Μάντρα της Κοκκινιάς παρέα με τον ιστορικό Βάσια Τσοκόπουλο, ειδικό στην ιστορία της ευρύτερης περιοχής του Πειραιά. Παρκάραμε επί της πλατείας της Οσίας Ξένης, όπου το πρωινό της 17ης Αυγούστου του '44 έγινε το μπλόκο. Στον μεγάλο αυτό χώρο συγκεντρώθηκαν οι άρρενες δημότες της Κοκκινιάς, από 14 ετών και άνω. Υποχρεώθηκαν να γονατίσουν μέσα στο λιοπύρι για πολλές ώρες και υπό την απειλή των όπλων. Υστερα ανέλαβαν οι κουκουλοφόροι. Αφού έγινε η επιλογή, στο τέλος, τη σκυτάλη πήρε ο εκτελεστής.
Την ημέρα που επισκεφθήκαμε το μουσείο, εκτός από τα παιδιά του σχολείου, παρόντες ήταν και τρεις ηλικιωμένοι κύριοι που έζησαν τα γεγονότα στην πρώιμη εφηβεία τους. Εκτός όμως από τις μνήμες, οι τρεις παλαιοί Νικαιώτες μίλησαν οργισμένα για την αναβίωση του ναζισμού στις μέρες μας (η επίσκεψη έλαβε χώρα δύο ημέρες μετά τις εκλογές της 6ης Μαΐου).
Περιηγηθήκαμε τους εξωτερικούς χώρους, είδαμε την περίφημη Πορτάρα, την ξύλινη δίφυλλη πύλη στη Μάντρα, τη μοναδική που έχει διατηρηθεί ως είχε, μέσα από την οποία περνούσαν τους μελλοθανάτους, τους οποίους έφερναν από την πλατεία της Οσίας Ξένης.
Τέλος, μπήκαμε στον κατ' εξοχήν χώρο των εκτελέσεων: στο παλιό ταπητουργείο της αγγλικής εταιρείας «Οριένταλ Κάρπετ», το οποίο λειτουργούσε από το 1929 και την περίοδο της Κατοχής παρέμεινε κλειστό. Εκεί μέσα βρίσκονταν οι αργαλειοί και εκείνη την εποχή ο χώρος ήταν στεγασμένος (σήμερα η σκεπή δεν υπάρχει). Οι μελλοθάνατοι σπρώχνονταν ένας ένας εκεί μέσα και από μία γωνία, με το μυδράλιό του, ένας Γερμανός στρατιώτης έβαλλε εναντίον τους. Λέγεται ότι ήταν πιωμένος. Οτι έπινε ούζο και ότι φώναζε κάθε τόσο «άλε κομουνίστ, καπούτ» (όλοι οι κομμουνιστές θα πεθάνουν).
Το μουσείο λειτουργούσε αθόρυβα όλα αυτά τα χρόνια, κυρίως από το 2004 και μετά, οπότε και απέκτησε ουσιαστική υπόσταση. Ωστόσο, τώρα μόλις ξεκίνησε να δέχεται οργανωμένες επισκέψεις σχολείων. Ακόμη δεν έχει σταθερές ώρες λειτουργίας (είναι βέβαια ανοιχτό σε όλες τις εθνικές επετείους) αλλά, όπως τόνισε η Ειρ. Ρηνιώτη, αυτό είναι κάτι που ο δήμος ελπίζει να συμβεί στο μέλλον.
«Η μνήμη είναι μάχη»
«Η μνήμη είναι μάχη», λέει ο ιστορικός Β. Τσοκόπουλος, καθώς καθόμαστε στο καφενείο του Κούτρα, επί της πλατείας της Οσίας Ξένης. Ενα κορνιζαρισμένο δημοσίευμα εφημερίδας στον εσωτερικό χώρο μάς πληροφορεί ότι το καφενείο λειτουργεί στο ίδιο ακριβώς σημείο από το 1939. Σκεφτόμαστε ότι και το καφενείο έζησε τα γεγονότα του Μπλόκου από πρώτο χέρι. «Μπορείς να φανταστείς σε ποιο βαθμό η Ιστορία γι' αυτούς τους μαθητές σήμερα είναι ένα είδος εικονικής πραγματικότητας», σχολιάζει ο Β. Τσοκόπουλος. «Από το facebook και το YouTube, ξαφνικά, πέφτουν σε αυτές τις αφηγήσεις. Δεν πρέπει να μοιάζουν πραγματικές σε αυτά τα παιδιά. Εδώ και σε εμάς ακόμα είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τι ακριβώς συνέβη, να αδράξουμε την αίσθηση της εποχής και της στιγμής».
«Κατά την ταπεινή μου γνώμη», λέει ο Β. Τσοκόπουλος, «ο Δήμος Νίκαιας πρέπει να διασώσει τις μαρτυρίες όλων αυτών των ανθρώπων που σιγά σιγά φεύγουν απ' τη ζωή. Να μπορούμε να τις ακούσουμε μελλοντικά, μέσω ακουστικών ίσως, μέσα στο μουσείο. Βέβαια, στην κυριολεξία, το μουσείο είναι ένα μνημείο, όχι μουσείο. Και σημασία έχει εδώ το συγκινησιακό στοιχείο. Ολ' αυτά πρέπει να αποδοθούν πιο ζωντανά. Η Ιστορία εδώ δεν έχει τόση σημασία στις λεπτομέρειες τις πραγματολογικές όσο στο ξαναζωντάνεμα του πνεύματος της εποχής. Να βιώσουν τα παιδιά αυτό που συνέβη, να διανύσουν, π.χ., τη διαδρομή που έκαναν οι μελλοθάνατοι, από την πλατεία στον τόπο του μαρτυρίου, έστω και σε συνθήκες εργαστηρίου. Είχε ενδιαφέρον, ας πούμε, η αναφορά στο κοριτσίστικο φόρεμα που φορούσε η μία από τις κοπέλες που εκτελέστηκαν. Ενα σημερινό κορίτσι, με τα All Star του, ενδεχομένως να μπορεί να νιώσει βαθύτερα τη συνθήκη εκείνης της κοπέλας που χάθηκε».
Καθώς φεύγουμε, ο Β. Τσοκόπουλος υπενθυμίζει ότι το μεγάλο βάρος της αντίστασης το σήκωσαν οι Μικρασιάτες. «Οι συνοικίες αυτές ξεκίνησαν μαζικά την αντίσταση και το πλήρωσαν πολύ ακριβά. Πλήρωσαν δεύτερη φορά με αίμα την Ιστορία, μετά το 1922».
Για να επισκεφθείτε τη Μάντρα του Μπλόκου, επικοινωνήστε με το γραφείο δημοσίων σχέσεων του Δήμου Νίκαιας στα 210-42.78.159, 210-42.78.188 ή απευθυνθείτε στην υπεύθυνη του χώρου κ. Ειρήνη Ρηνιώτη στο 210-49.36.680.
Του Ηλια Μαγκλινη από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ