Κωνσταντίνος Γέμελος (1908-1963)

Κωνσταντίνος Γέμελος, Μακρόνησος 1948 (Χαρακτικό Γιώργου Φαρσακίδη)


Κάνοντας μια διαδικτυακή ερεύνα για τη ζωή του Κοκκινιώτη πρόσφυγα της Μικράς Ασίας Κωνσταντίνου Γέμελου, βρέθηκα προ εκπλήξεως όταν δεν βρήκα σχεδόν τίποτα σε ιστοσελίδες της Νίκαιας αλλά βρήκα πλούσιο υλικό στο Ψηφιακό Ινστιτούτο Πολιτισμού Μεσσηνίας!! Δικαιολογημένα ίσως στην Μεσσηνία, γιατί εκεί σαν Δάσκαλος στα 29 του χρόνια, (1937 1941) πρόσφερε στους μαθητές του ενα υπέροχο διδακτικό έργο, που πολύ ωραία, μας περιγράφει ο μαθητής του φιλόλογος - συγγραφέας Θ. Κ. Μπλουγουράς παρακάτω. Η ανάρτηση μας αυτή, πέρα από μια καθυστερημένη ίσως απόδοση τιμής από την ΚΟΚΚΙΝΙΑ ΜΑΣ, σε έναν επιφανή συμπατριώτη μας, σκοπό έχει να διευκολύνει τους ερευνητές αναγνώστες συγκεντρώνοντας σε έναν χώρο όλα τα σχετικά κείμενα με τη ζωή του  Κωνσταντίνου Γέμελου.
 
 
 
 
 

  Ο αείμνηστος Δάσκαλος Κωνσταντίνος Γέμελος υπηρέτησε ως δάσκαλος του Δημοτικού Σχολείου Κάτω Αμπελοκήπων Μεσσηνίας από το 1937 έως το 1941 και η παραμονή του στον οικισμό δημιούργησε μια εκπαιδευτική, αγωνιστική και πολιτισμική Άνοιξη. Μικρασιατικής καταγωγής, έφθασε ως πρόσφυγας στην Κοκκινιά το 1922 και έζησε σε ένα φτωχό προσφυγικό σπίτι στην οδό Καραολή και Δημητρίου 135-139 στην Νίκαια, ενώ στη συνέχεια σπούδασε και έγινε δάσκαλος. 
      Την περίοδο 1937 1941 υπηρέτησε ως δάσκαλος Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης στο Δημοτικό Σχολείο Κάτω Αμπελοκήπων Μεσσηνίας (αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την περίοδο 1941-44 το σχολείο αποτέλεσε το Αρχηγείο της Εθνικής Αντίστασης της Νότιας Μεσσηνίας και ο δάσκαλος είχε ενεργό ρόλο). Κατά τη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, οργανώθηκε στο ΕΑΜ και πήρε μέρους στους αγώνες της Εθνικής Αντίστασης, όπου και διακρίθηκε, ενώ κατά τη διάρκεια του ελληνικού Εμφυλίου στάλθηκε προς κράτηση στη Μακρόνησο (1947- 1948)* και άντεξε μια σειρά από απάνθρωπα βασανιστήρια. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και στο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου "Καντάτα για τη Μακρόνησο" γίνεται αναφορά στον μεγάλο αγωνιστή. Στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως εκπαιδευτικός στην ιδιωτική εκπαίδευση, συμμετέχοντας σε τοπικές πολιτικές οργανώσεις στη Νίκαια όπου και εκλέχθηκε δημοτικός σύμβουλος επί σειρά ετών. 
      Το 1957, ο Γέμελος ως Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Νίκαιας ( στις Δημοτικές εκλογές που είχαν γίνει στις 21 Νοεμβρίου 1954 ο Γέμελος είχε εκλεγεί με τον συνδυασμό του Νικόλαου Τουντουλίδη, που υποστηριζόταν από την ΕΔΑ με ποσοστό 52,2% από την πρώτη Κυριακή) πρότεινε στον Δήμο Νικαίας** τον επίσημο χαρακτηρισμό της 17ης Αυγούστου 1944 -ημερομηνία του ιστορικού Μπλόκου της Κοκκινιάς- ως "ημέρας τοπικής εξάρσεως και εθνικής ανατάσεως" ενώ πρωτοστάτησε στη δημιουργία του "Ηρώου των πεσόντων Νίκαιας" στην πλατεία της Οσίας Ξένης το 1956. Το 1958, στα πλαίσια των πολιτικών διώξεων της κυβέρνησης***, παύεται από την θέση του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου.  Δυστυχώς, η κλονισμένη υγεία του, από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια, δεν το άφησε να ζήση μια ήρεμη ζωή καθώς πέθανε σε ηλικία 55 ετών.  Σήμερα η πρώην οδός Μόργκενταου στη Νίκαια έχει μετονομαστεί προς τιμήν του σε οδό Κώστα Γέμελου.


Στις 12 Μάη 1947 αποφασίζεται από την κυβέρνηση Μαξίμου η ίδρυση του στρατοπέδου πολιτικών κρατουμένων στη Μακρόνησο, κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Στο νέο «Παρθενώνα» όπως τον ονομάσαν , όπου «αναγεννάται η Ελλάς ωραιοτέρα στην ψυχή των Ελλήνων». 
Η καθημερινή ζωή των κρατουμένων ήταν αυστηρά στρατιωτική, με βάρβαρη πειθαρχεία. Δηλαδή προσκλητήρια, αναφορές, καψόνια, εγκλεισμός στα πειθαρχεία, ώρες στον ήλιο ή στη βροχή και το κρύο, βασανιστήρια, ξυλοδαρμοί και τέλος, απροσχημάτιστες δολοφονίες, με αποκορύφωμα τη μεγάλη σφαγή στο ΑΕΤΟ, το Φλεβάρη – Μάρτη του 1948. Το συσσίτιο ήταν άθλιο, το νερό ελάχιστο ή και σπάνιο, η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ουσιαστικά ανύπαρκτη» (από τη σελίδα της ΠΕΚΑΜ).
Η ΣΦΑ  υπήρξε κι αυτή ένας εφιαλτικός τόπος στη Μακρόνησο.  Ραβδισμοί με ρόπαλα. Στειλιάρια, μπαμπού και συρματένιους βούρδουλες, φάλαγγες, ορθοστασία  φορτωμένος τα πράγματα, κάψιμο του σώματος με αναμμένο τσιγάρο, το μαρτύριο της δίψας και της πείνας. Πογκρόμ, γκρέμισμα από τους βράχους στη θάλασσα, ξεγύμνωμα και βάπτισμα στη θάλασσα και γυμνοί στο τσουχτερό κρύο, ακίνητοι στην παγωνιά και στον ήλιο και ότι άλλο συνελάμβανε ο διεστραμμένος νους των βασανιστών και των υψηλά ιστάμενων. Ο μαρτυρικός απολογισμός, κάθε φορά ήταν οι αιμοπτύσεις, τα σπασμένα πλευρά και χέρια.  Στις 18 Αυγούστου 1948, 32 ανήλικοι κρατούμενοι κάτω από το αφόρητο καθεστώς βίας αποπειράθηκαν να αυτοκτονήσουν, καταπίνοντας ουρές κουταλιών και άλλα μικροαντικείμενα…
       Το τι γινόταν στη Μακρόνησο διέσωσε ο Γιώργος Φαρσακίδης στο λεύκωμα "ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ" με μια σειρά σχέδια και χαρακτικά που περιγράφουν τα βασανιστήρια.  Χαρακτηριστικό είναι το συγκλονιστικό χαρακτικό που παρουσιάζεται στο βιβλίο του (σελ. 20) που δείχνει τον αείμνηστο δάσκαλο Κωνσταντίνο Γέμελο σακατεμένο από τα βασανιστήρια να περπατά μόνο με πατερίτσες! Όπως λέει ο ίδιος  η «καταγραφή – μαρτυρία, ενός τόπου και μιας εποχής, όπως τα έζησε κάποιος από κοντά». «…Οι κύκλοι της κόλασης σε μια μακάβρια σύνθεση, σε ένα βιβλίο που στάζει αίμα. Κάθε σελίδα και μια επιδρομή λύκων που ξεσκίζουν ανθρώπινες σάρκες. Ένα έργο τέχνης που σπάει το φράγμα των καιρών και της λήθης,… κραυγάζει, προειδοποιεί, ξυπνάει συνειδήσεις. Ζωγράφιζε και έβλεπε τον χάρο και έγινε τέχνη και μας ξυπνάει απότομα…».Ν. Παπαπερικλής, Ιούνης 1965.
 
Απόσπασμα απο το Λεύκωμα Φαρσακίδη:
 

Μαρτυρία Παντελή Λιότσου:  
Στο τέλος Σεπτεμβρίου του 1948 με πήγαν στη ΣΦΑ κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία. Διοικητής ήταν ο Θωμάς Σούλης ο οποίος με παρέδωσε στον αρχιβασανιστή Κοθρά, ο οποίος με έβαλε στην απομόνωση και με κρατούσε όρθιο συνεχώς. Με χτυπούσαν με ξύλα και με σιδερόβεργες συνέχεια, με έριχναν στη θάλασσα και όταν έχανε τις αισθήσεις μου, μου έριχναν νερό στις πλάτες. Συνέχεια και γύρω στο συρματόπλεγμα και σε απόσταση ο ένας από τον άλλον 50 η 80 μέτρα ήταν και άλλοι αγωνιστές, όπως ο Κώστας Γέμελος και Τσιρογιάννης, Αδάμης Αδαμόπουλος, Μάνογλου, Τατάκης και πολλοί άλλοι αγωνιστές…Απέναντι από το ΄συρμα, ήταν το σύρμα που είχαν κρατουμένους τους καθαιρεθέντες μόνιμους αξιωματικούς, οι οποίοι είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ και πολέμησαν τους κατακτητές. ΄Ηταν οι στρατηγοί Σαράφης, Μάντακας, Αυγερόπουλος και Μουστεράκης]

** Απόσπασμα από ομιλία του Γέμελου στο Δημοτικό Συμβούλιο Νίκαιας:
 
Θεωρώ ότι αυτήν την στιγμή δεν είμαστε οι “ΑΠΛΟΙ”. Είμαστε οι “ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΙ” μιας πόλης Άξιας. Είμαστε εκείνοι που ‘ρθαμε να μετρήσουμε και ξεχωρίσουμε τις μέρες… Μια, Δυο, Πέντε, Δέκα, Δεκαπέντε, Δεκαέξι…
Να τη, αυτή είναι η μέρα της Κοκκινιάς. Την γνωρίσαμε με τα μάτια όλου του κόσμου.
Την γνωρίσαμε από τα Διάσημα τιμής που της καρφίτσωσε στο στήθος η Πατρίδα.
Είναι η Μέρα που με ΒΙΑ μέτρησε τη γη της Κοκκινιάς.
Είναι η 17η Αυγούστου 1944.
Σαν καυτό σίδερο που βγαίνει μέσα από τα ουρλιαχτά των Γερμανών, ξεσχίζει την καρδιά της Κοκκινιάς η πρόσκληση του σκοτωμού, η πρόσκληση του χαμού. “Όλοι οι άνδρες στην πλατεία”. Η Κοκκινιά ματώνεται, σέρνεται πάνω στο μεγάλο, τον καυτό από την κάψα του καλοκαιριού δρόμο, για την κόλαση. Η Κοκκινιά δεν βογγά μόνον, μα και σκοτώνεται, στέκεται ορθή. Παλεύει πάνω σε μαρμαρένια αλώνια με τον χάροντα, σαν άλλος Διγενής και κερδίζει…
ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΚΕΡΔΙΖΕΙ…
Σ’ ευχαριστώ πατρίδα Κοκκινιά που με έκανες να στέκουμε ορθός μπρος στους καιρούς και να κοιτάζω κατάματα τους λαούς.
Σ’ ευχαριστώ που με έκανες να μην ντρέπομαι. Σ’ ευχαριστώ για το μεγάλο Εθνικό Δίδαγμα που μας έδωσες. Πώς να αγαπάμε την Ελλάδα – να αγαπάμε υπερασπίζοντας τη λευτεριά και ανεξαρτησία της με τη θυσία μας. Σ’ ευχαριστώ Πατρίδα Κοκκινιά που με έκανες περήφανο.
Χαίρομαι που σε βλέπω μέσα στο Εθνικό Πάνθεον δίπλα στο Κούγκι και στ’ Αρκάδι. Δίπλα στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο.
Εν Νίκαια τη 14 Αυγούστου 1959    

*** Κείμενο: "Όταν η αριστερά έγινε αξιωματική αντιπολίτευση" - Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 28.05.2011
  Στην Κοκκινιά σε μια προεκλογική περιοδεία υποψηφίων της ΕΔΑ μόνο μικρά παιδιά «ακολουθούσαν στους δρόμους και φώναζαν τα συνθήματά μας», πιθανόν γιατί οι μεγάλοι δεν θα ήθελαν να χαρακτηριστούν. Αλλά κι αυτό ήταν ένα καλό σημάδι.  Εκείνη την άνοιξη του 1958 στην τελευταία προεκλογική συγκέντρωση της ΕΔΑ στην πλατεία Κλαυθμώνος κανένας ιδιοκτήτης δεν βρέθηκε που ν' αποδεχτεί, να επινοικιάσει ή να παραχωρήσει προσωρινά το διαμέρισμά του, από το μπαλκόνι του οποίου, όπως τότε συνηθιζόταν, θα μιλούσε ο πρόεδρος του κόμματος Γιάννης Πασαλίδης.  Οι οικοδόμοι γρήγορα έφτιαξαν μια εξέδρα απ' όπου ο Πασαλίδης μίλησε ενώπιον μιας εντυπωσιακής συγκέντρωσης, όπου πολλοί συγκεντρωμένοι άναψαν κεριά για να θυμίζουν την Ανάσταση.  Η 11η Μαΐου 1958 ήταν μια μέρα που έκρυβε δυσάρεστες εκπλήξεις για το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο και τους Αμερικανούς, καθώς οι κάλπες των γενικών βουλευτικών εκλογών ανέδειξαν την Αριστερά, για πρώτη φορά στην ιστορία της, αξιωματική αντιπολίτευση στο ελληνικό Κοινοβούλιο.
      Η επιτυχία της Αριστεράς, σε λιγότερο από εννιά χρόνια από το τέλος του εμφυλίου πολέμου, έπαιρνε ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, αν σκεφτούμε ότι το πολιτικό κλίμα στην Ελλάδα, εκείνη την εποχή του Μαΐου του '58, ήταν ακόμα ανώμαλο.  Ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα, στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά με τις ευρύτερες περιφέρειές τους, η ΕΔΑ αναδείχτηκε πρώτο κόμμα με ποσοστό που ξεπερνούσε συχνά το 40% (Β' Αθηνών 46,1%, Β' Πειραιά 60,8%, Α' Θεσσαλονίκης 43,4%).  Η αμερικανική CIA ανησύχησε σοβαρά από την εντυπωσιακή εμφάνιση της Αριστεράς στην Ελλάδα, που προσέχτηκε ιδιαίτερα από τη διεθνή κοινή γνώμη. Ο διευθυντής της CIA, Αλεν Ντάλες, σε σύσκεψη της Συντονιστικής Επιτροπής Επιχειρήσεων, που λειτουργούσε στο πλαίσιο του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ, εκδήλωσε «την ανησυχία της υπηρεσίας του» για την επίδειξη δύναμης της ΕΔΑ και «υπέδειξε ότι θα βοηθούσε την Επιτροπή, αν σε δυο-τρεις εβδομάδες παρουσίαζε μια ανασκόπηση σχετικά με τους λόγους» που προκάλεσαν «αυτή τη δύναμη» της Αριστεράς στην Ελλάδα. Ο Ντάλες διευκρίνισε ότι η υπηρεσία του επίσης εργαζόταν προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή της ερμηνείας του ελληνικού εκλογικού φαινομένου που είχε προκαλέσει «γενική έκπληξη από την ισχυρή εμφάνιση της ΕΔΑ στις ελληνικές εκλογές».
      Η ανάδειξη της ΕΔΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση δημιουργούσε σοβαρά προβλήματα και στο ΝΑΤΟ, καθώς τα σχέδιά του έπρεπε να δίνονται προς ενημέρωση τόσο στο πρώτο όσο και στο δεύτερο κόμμα κάθε χώρας-μέλους της Ατλαντικής Συμμαχίας. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν συνέβη.  Οι εκλογές της άνοιξης του 1958 σήμαναν έναν νέο συναγερμό για την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου». «Μέσα σ' ένα εξάμηνο από τις εκλογές εκτοπίστηκαν στον Αϊ-Στράτη περισσότερα από εκατό άτομα».  Αντιπροσωπεία της ΕΔΑ επισκέφτηκε τον υπουργό παρά τη προεδρία της κυβερνήσεως Κ. Τσάτσο για να εκφράσει τις ανησυχίες του κόμματος.  Ο Τσάτσος, που έγινε αργότερα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ήταν ειλικρινής και απευθυνόμενος προς τους συνομιλητές του είπε:
«Ακούστε, κύριοι. Τα κράτη της Δύσης διαθέτουν ως ανασχετικά φράγματα κατά του κομμουνιστικού κινδύνου τον καθολικισμό και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Εμείς δεν διαθέτουμε τίποτα απ' αυτά. Δεν πρόκειται να σταυρώσουμε τα χέρια και να παραδοθούμε. Θα σας αντιμετωπίσουμε με τα σώματα ασφαλείας και τα άλλα όργανα του κράτους...»]
 
 
 

Του Θ. Κ. Μπλουγουρά, Φιλόλογου - Συγγραφέα
======================
ΗΡΘΕ στα Κάτω Μηνάγια Σεπτέμβριο του 1937. Αρχή σχολικής χρονιάς. Νέος, καλοντυμένος, με καινούργια παπούτσια, φορούσε και κάλτσες. Το σημειώνω για τις κάλτσες, γιατί από τα παιδιά τα σχολιαρούδια κανένα μας δε φορούσε κάλτσες τότε. Ούτε και παπούτσια. Ξυπόλητα. Κι απ’ τους μεγάλους δε θυμάμαι κανέναν με κάλτσες σε καθημερινή βάση. Μα αρβύλα το πατούμενο μα κοφτό, γυμνό το πόδι μέσα. Άσε το τσαρούχι, λάστιχο ή χοιρόδερμα. Είχαμε πατούμενα κι από τα τρία είδη τότε στο χωριό. Ώστε τσαρούχι με κάλτσες; Πάει; Δεν πάει. Μόνο σε καμιά γιορτή ή στην εκκλησία κάθε δεύτερη Κυριακή άλλαζε το πράγμα στο κάπως επίσημο. Παπούτσια οπωσδήποτε στα πόδια για την εκκλησία. Μπορεί και κάλτσες. Αλλά σε καθημερινή βάση κάλτσες; Στο χωριό, στα Κάτω Μηνάγια; Κύριε ελέησον!...
Γι’ αυτό σας λέω, ο πρώτος τόνος ποιοτικής διαφοράς του δάσκαλου Κώστα Γέμελου (1908-1963) από μας στο χωριό, μικρούς, μεγάλους, γέρους, σημειώθηκε ανάμεσα πατούμενο και παντελόνι. Πρώτα από μας τα παιδιά. Τρέξαμε τα σχολιαρούδια όλα την πρώτη ημέρα, κορίτσια, αγόρια, ξυπόλητα ναι, να γραφτούμε στη νέα τάξη, η αφεντιά μου στη Δευτέρα, με τα ‘απολυτήργια’ στα χέρια – τα ενδεικτικά/αποδεικτικά προαγωγής μας τα λέγαμε απολυτήρια, αλλά χώναμε και το γ μέσα και τα κάναμε ‘απολυτήργια’ – κι ώσπου να ’ρθει η σειρά μας ενού ενού, τον κόβαμε με τα μάτια από το κεφάλι μέχρι τα πόδια κάτω από το τραπέζι. Κι εκεί κάτω από το τραπέζι πιάσαμε τη μεγάλη διαφορά και την περίλαβαν τα μάτια μας στο σχετικό οπτικό κους κους τους, κάνοντας μεταξύ μας νεύμα το ’να στ’ άλλο οιονεί λέγοντας «για κοίτα κει!» και κρυφογελώντας. Το γύρω τριγύρω απ’ τον αστράγαλο (γκουργκούνι τόνε λέγαμε εμείς τον αστράγαλο) μέρος του ποδιού ανάμεσα παπούτσι παντελόνι και στο ένα και στο άλλο πόδι ήτανε μέσα στις κάλτσες! Κάλτσες καθημερινή ημέρα;! Την ‘καθεμερνή’, που λέγαμε εμείς;! Για φαντάσου πράματα!
ΛΟΙΠΟΝ, με το που άρχισαν τα μαθήματα, αυτός ο Αθηναίος δάσκαλος, απ’ την Κοκκινιά για την ακρίβεια, ο Μικρασιάτης Πόντιος την καταγωγή Κώστας Γέμελος, πήρε να υλοποιεί αυτό που διδάχτηκε στις παιδαγωγικές σπουδές του, ότι παπάς και δάσκαλος ήταν παράγοντες πολιτισμού στο χωριό. Άσε τον παπά, αυτός ερχόταν κάθε δεύτερη Κυριακή στο χωριό ή όποτε τον καλούσε κάτι έκτακτο. Αυτός ήταν ο άλλος παράγοντας, ο δάσκαλος, με καθημερινή παρουσία στο χωριό. Κι άρχισε το πολιτιστικό χρέος από το χώρο της δουλειάς του, το σχολείο.
Η παροιμία λέγει: «Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά». Η άλλη μισή τι άλλο από τη γνώση μπορεί να είναι; Γνώση στον ενικό αριθμό ως απόσταγμα των γνώσεων στον πληθυντικό. Κι άρχισε κι απ’ τα δύο. Στην καθαριότητα απαιτητικός και στα μαθήματα συναρπαστικός. Το απαιτητικός στην καθαριότητα τον δυσκόλεψε πολύ, το συναρπαστικός στα μαθήματα τον διαλάλησε πολύ.
ΤΟ ΔΥΣΚΟΛΟ με την καθαριότητα ήταν ο τότε τρόπος ζωής των παιδιών στις τότε συνθήκες του συγκεκριμένου χωριού. Του ορεινού/ημιορεινού γεωργοκτηνοτροφικού χωριού. Με πολύ αχ και βαχ για την επιβίωση. Και τα παιδιά έβαναν πλάτη στο αχ και βαχ να βγει πέρα η επιβίωση. Άσε το γεωργικό μέρος۰ το κτηνοτροφικό με τριάντα σαράντα κεφάλια γιδοπρόβατα το κάθε σπίτι και δυο τρία με γίδια ογδόντα κι εκατό – ποιος καθαρίζει το γαλάρι κάθε μέρα, παρακαλώ, κυρ δάσκαλε; Το παιδί του σπιτιού, το σχολιαρούδι, το μεσημέρι μετά το σχόλασμα! Από αδήριτη ανάγκη, καθότι τα γονικά λημέριαζαν με το ζωικό κεφάλαιο του σπιτιού σε καλλιέργειες και βοσκοτόπια. Κόρα πάνω στα ξυπόλητα πόδια του παιδιού και στα μπατζάκια του κοντοπαντέλονου οι πιτσιλιές του γαλαριού. Πώς αντέχεται η συναφής εικόνα και αποφοφορά στην αίθουσα του σχολείου; Και μάλιστα η συσσωρευμένη από χθες, προχθές, αντιπροχθές και…παραντιπροχθές; Κι ενισχυμένη με χώματα τον καλό καιρό και λάσπες το χειμώνα; Μην κοιτάτε τώρα που πλατειούλα, παραδρόμια και είσοδος του χωριού είναι να τα πιεις στο ποτήρι – συγχαρητήρια στο νέο ανθρώπινο δυναμικό του χωριού! Εκείνη την εποχή ήταν όλα χώμα και κακό! Χώμα ενισχυμένο κι από τη λειτουργικότητα των αδένων οικόσιτων και 20-25 κοπαδιών, διερχομένων από την πλατεία πρωί και βράδυ ‘καθεμερνή και γιορτινή’ όλο το χρόνο. Το χειμώνα; Λάσπη το…μεικτό υλικό! Λάσπη και κακό!
Πώς αντέχεται, λοιπόν, η κατάσταση στην αίθουσα; Σκληρή δοκιμασία της όρασης από την εικόνα και της όσφρησης από την οσμή. Πίγκωσε ο άνθρωπος. Η κολόνια συνέχεια στα χέρια του τον πρώτο καιρό μαρτυρούσε τη δεινή κατάσταση.
ΕΔΩΣΕ πήρε, έδωσε πήρε με τη διδαχή για την υγεία, που πρώτο και καλύτερό της φάρμακο είναι η ατομική καθαριότητα. Χέρια, πόδια, πρόσωπο, κεφάλι ανάγκη πάσα να είναι καθαρά. Προπαντός εκείνα τα πόδια! Κι από νερό; Ούτε δύσκολο πηγάδι ούτε βρυσούλα με το σταγονόμετρο. Πλημμύρα δίπλα στο σχολείο το μυλαύλακο από Κεφαλόβρυσο και Σκασμάδα! Κάποια κάπως πιάσανε κάτι να κάνουν. Κάπως, κάτι, κάποια. Άλλα αντιδράσανε για το μάταιο:
– Θα ξαναγίνουν, κύριε, την άλλη ώρα! Τι να παιδευόμαστε!
– Μάλιστα, κύριε, θα ξαναγίνουν, τζάπα ο κόπος.
Απάνω κατ’ απάνω η σχετική με την απόσειση του μάταιου διδαχή. Απάνω κατ’ απάνω. Πρώτος, δεύτερος μήνας, τρίτος φτωχά τα αποτελέσματα. Αλλά αποφασισμένος ο δάσκαλος. Όχι λόγια μόνο. Και δράση. ‘‘Όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος’’. ‘‘Κι άμ’ έπος, άμ’ έργον’’. Απευθύνεται στα μεγαλύτερα παιδιά:
– Ποιος θα πάει να φέρει δυο χοντρά κομμάτια καλάμια;
Προθυμοποιήθηκαν πολλά.
– Εγώ, κύριε! Εγώ, κύριε!
Διάλεξε ένα από τα ματαιόπληκτα. Γύρισε θριαμβευτικά με τέσσερα καλάμια!
– Ορίστε, κύριε!
Και το περιλαβαίνει πρώτο αυτό με ένα από τα καλάμια. Στα πόδια τα γεμάτα σκόρτσα, όπως λέγανε όλη εκείνη τη…‘μυρωδική’ ποικίλη πολλαπλή επίστρωση, πάνω στην οποία θα μπορούσαν να φυτρώσουν…σπανάκια, καθώς τους έλεγαν μαλώνοντάς τα οι μανάδες τους, αλλά δεν μπορούσαν να τα κάμουν ζάφτι.
Να κλαίει το καημένο εκείνο, να σκούζει ‘αααχ’ και ‘αααχ, και να παίρνουν και τ’ άλλα, όσα ένοχα, να κλαίνε προκαταβολικά. Τα αθώα; Λούφαξαν. Φοβήθηκαν. Τα ένοχα τα περιποιήθηκε δεόντως. Όλα. Και περίσσεψε κι ένα καλάμι…
ΓΝΩΡΙΣΕ δόξες από τότε το μυλαύλακο δίπλα στο σχολείο. Από πλήθος σχολιαρούδια. Κάθε πρωί και κάθε ημέρα είχε την τιμητική του. Μέχρι που μάτωναν τα πόδια των…ματαιόπληκτων παιδιών από το τρίψε τρίψε με χούφτες χούφτες πλατανόφυλλα μες στο νερό. Τι κι αν ξαναγέμιζαν το μεσημέρι στο γαλάρι! Ένα καλάμι είχε περισσέψει…
Και οι γονείς των παιδιών; Όχι μόνο συμφώνησαν, αλλά και επαύξησαν:
– Ν’ αγιάσουν τα χέρια του! Παλιογάιδουρα!
– Ναι, ν’ αγιάσουν! Φόντε σας το λέγαμε μεις…
– Σας το λέγαμε, ναι! Μάλλιασε η γλώσσα μας! Αλλά πού εσείς…
Και τέλος πια με την κολόνια όλη την ώρα στην έδρα! Έμεναν κάτι υπόλοιπα. Θα
το καταλάβετε αμέσως. Σε μια απομονωμένη ομάδα μακριά, νομίζαμε, από το δάσκαλο λέγαμε αινίγματα. Ήρθε η σειρά μου και λέω ένα, που το είχα μάθει τώρα τελευταία: «Μια κυρά κατέβαινε, πέντε την αρπάξανε, στον τοίχο την πετάξανε». Κι ακούμε:
– Την…κυρά να την πιάνεις μα το μαντίλι σου, όχι με τα πέντε δάχτυλα!
Κοκαλώσαμε, ήταν ο δάσκαλος! Έτυχε να περνάει πλάι. Έτυχε; Παρακολουθούσε; Δεν ξέρω. Διάλειμμα ήταν. Και συμπλήρωσε:
– Και τα απομεινάρια της κυράς να μην τα σκουπίζετε με το μανίκι σας!
Πράγματι, έτσι γινόταν. Το μανίκι δούλευε πέρα δώθε κάτω από τη μύτη. Κάθε Σάββατο που αλλάζαμε, οι μανάδες μας μας απόπαιρναν για την ‘κυρά’ στο μανίκι:
– Ακόνι το ’καμες!
Και μας φοβέριζαν:
– Το ειπώ του δάσκαλου, να ιδείς εσύ!
Αυτό φτάσαμε να μην το θέλουμε. Να το ειπούν του δάσκαλου, όχι, δε θέλαμε.
Λοιπόν, ο δάσκαλος Κώστας Γέμελος τα κατάφερε να προσέχουμε το παρουσιαστικό μας. Λιγάκι, όχι πολύ. Όχι πως γίναμε και…νάρκισσοι!
ΑΥΤΟ που τον διαλάλησε πολύ τον Κώστα Γέμελο ήταν το κυρίως διδακτικό έργο. Τι να σας πω, συναρπαστικός. Σε όλα τα μαθήματα. Θυμάμαι να σας πω συγκεκριμένα από το μάθημα των Θρησκευτικών – άλλης τάξης, όχι της δικής μου, νομίζω Τρίτη ήμουνα εγώ, τελείωσα το δικό μου έργο κι άκουγα – εκεί που τον Ιωσήφ τον πούλησαν τ’ αδέρφια του και σκηνοθέτησαν για τον πατέρα τους σπαραγμό του αδερφού τους από θηρία. Δεν περιορίστηκε σε μια αφήγηση σε γ΄ πρόσωπο – γ΄ κι απόμακρο, όπως λόγου χάρη: «Ο Ιακώβ πολύ λυπήθηκε για το χαμό του παιδιού του», αλλά το αισθητοποίησε το μάθημα, ‘έγινε’ Ιακώβ, (έκαμε πως) πήρε στα χέρια του τα ματωμένα ρούχα του παιδιού – τέλεια σκηνοθεσία από τ’ αδέρφια του τα αίματα – και είπε με συναισθηματική έκφραση σε β΄ πρόσωπο: «Ω, αγαπημένο μου παιδί, που σε έφαγαν τα άγρια θηρία!» Αυτολεξεί θυμάμαι τα λόγια του κι έχω μέσα μου τυπωμένη την ανάλογη λυπημένη εικόνα του. Από το 1938! Και πολλά άλλα τέτοια.
Όλα τα παιδιά κάτι είχαν να λένε κάθε ημέρα κι απ’ τα λεγόμενά τους ‘χτιζόταν’ χρόνια το προφίλ του δάσκαλου Κώστα Γέμελου.
ΘΑ σχολιάσω ιδιαίτερα κάποιες καινοτομίες. Φθινόπωρο κι άνοιξη με τις ωραίες ημέρες συχνά το μάθημα γινόταν στο ύπαιθρο. Στου Κάππου τις ελιές δίπλα, στον ίσκιο τους. Καθιστοί όλοι σε πέτρες, σε κούτσουρα και κατάχαμα, καθαρά ήταν. Το πράγμα θύμιζε κάτι από την ‘Επί του όρους ομιλία’. Κι αν χρειαζόταν κάτι να γράψει; Εκεί ήταν κι ο πίνακας με το τρίποδό του. Τα μεγάλα παιδιά, ο Γιάννης του Μασούρα, ο Δημήτρης του Βάγια, ο Δημοστένης του Γιωργάκη, ο Θανάσης του Κωσταντάκη, ο Λιας του Βγενίσιου, ο Μιχάλης του Μητσιάκου – τα γράφω όπως τους ονοματίζαμε τότε στην καθημερινή κουβέντα – αναλάβαιναν τη μεταφορά και το στήσιμο του πίνακα. Όχι όλα μαζί۰ ανά δυο τρία, πότε τούτα, πότε εκείνα.
Εκεί κοντά ήταν κι ο δρόμος, η ‘δημοσιά’ που τη λέγαμε. Και ‘δεμοσιά’. Περνούσε ο κόσμος, κοντοκρατιόνταν κι αγναντεύανε με ανοιχτό το στόμα. Συχνά και σταυροκοπιόνταν αποθαμαγμένοι. Αυτός ο κόσμος ήταν τα δεύτερα χωνιά, που διαλαλούσαν το δάσκαλο Κώστα Γέμελο. Τα πρώτα ήταν τα ίδια τα παιδιά.
ΥΠΑΙΘΡΙΟ μάθημα ήταν και η – πατριδογνωσία να το ειπώ; χαρτογραφία να το
ειπώ; – επί τόπου αποτύπωση στα ειδικά τετράδια – ‘χαρτογραφίες’ τα λέγαμε – των γύρω από το σχολείο οποιωνδήποτε ξεχωριστών πραγμάτων. Τέτοιο ήταν σε μας ένα πλατύ αυλάκι με πολύ τρεχούμενο νερό από τις πηγές Σκασμάδα και Κεφαλόβρυσο. Το μυλαύλακο. Με τις ‘χαρτογραφίες’ μας και τα μολύβια μας το περιλάβαμε – τώρα ποιοι το περιλάβαμε; Πρώτα ο δάσκαλος, εξηγώντας μας τι να προσέχουμε. Τάξεις Τρίτη και Τετάρτη πρέπει να ήταν, συνδιδασκαλία – το περιλάβαμε από την κόφτρα του μύλου και προχωρώντας σιαπάνω σιαπάνω προς το Κεφαλόβρυσο ζωγραφίζαμε σε μικρογραφία πρώτα τη ροή του νερού με κυματιστές μολυβιές, ύστερα εδώ ένα πλατάνι, εκεί μια πατουλιά στην απέναντι όχθη, σε λίγο τη συμβολή των νερών Σκασμάδας και Κεφαλόβρυσου, συνέχεια πολλές ολάνθιστες – άνοιξη ήταν – πικροδάφνες, κι ήταν χάρμα, πώς το αποτυπώνεις το χάρμα στη ‘χαρτογραφία’; ‘Μίσχους εδώ κι εκεί στο κλαδί με πολλά πολλά κυκλάκια στην κορφή τους’ μας λέει.
Στην απέναντι όχθη μας υπέδειξε κάτι τούφες χορτάρι μες στο νερό, ούτε που τα προσέξαμε εμείς. Ήταν αγριοσέλινο. Και με μιαν ανάσειση βγήκαν νερόφιδα από κει μέσα. Σημειώναμε όχι μόνο τη χλωρίδα, αλλά και την πανίδα του μυλαύλακου.
Πέρασε ένας απαλεστής με γέννημα στο ζο του για το μύλο. Από τα πάνω χωριά. Ξαφνιάστηκε.
– Κυρ δάσκαλε;! Τι κάν’τε δω;
– Μάθημα!
– Στο δρόμο, στ’ αυλάκι;!
Ήταν αχώρετο στο νου του ότι μπορούσε να γίνεται μάθημα και έξω από την αίθουσα του σχολείου. Προχωρούσε κοιτώντας κατά πίσω και κάτι ψιθύριζε.
Προφανώς άλλο ένα χωνί αυτός για το δάσκαλο των ‘Κα-Μηνααίων’!
ΚΟΝΤΑ Χριστούγεννα την πρώτη χρονιά ήρθαν και τα γονικά του στο χωριό. Και έμειναν χρόνια. Ο κυρ Χαράλαμπος και η κυρά Ελένη. Μικρασιάτες Πόντιοι από τα γεννοφάσκια τους. Πρόσφυγες από το 1922.
Καλλιεργητής ο κυρ Χαράλαμπος έκανε τη γη να ‘μιλάει’ – έβαλε γυαλιά στους Μηναγαίους. Ένα κομμάτι από τις ‘Βρύσες’ τους του παραχώρησαν οι Μπλουγουραίοι και το έκαμε παράδεισο! Το τι καλούδια ζαρζαβατικά βγήκαν από εκείνο το κομμάτι, δεν έχει περιγραφές. Από τότε ονομάστηκε «Του Χαράλαμπου» εκείνο το μέρος. Με αυτό το όνομα είναι ήδη χαρτωμένο.
Νοικοκυρά η κυρά Ελένη έκανε σπίτι και κουζίνα να κελαηδάνε. Έμαθε τις γυναίκες του χωριού να μαγειρεύουν νοστιμιές και να κάνουν γλυκίσματα…μούρλια!
Τώρα αυτά, γονείς και λοιπά, πώς δένουν με ό,τι λέμε για το δάσκαλο. Υπομονή.
Τα πρώτα Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά ο δάσκαλος έκαμε τα Κάτω Μηνάγια να τα χάσουν! Οργάνωσε γιορτές στο σχολείο! Με χριστουγεννιάτικο δέντρο και θεατρικές παραστάσεις παρακαλώ! Πολιτιστικός παράγοντας που είπαμε.
Και προσφορά γλυκισμάτων σε όλους τους καλεσμένους χωριανούς, γονείς των παιδιών στο τέλος της γιορτής. Από μαθήτριες το σερβίρισμα. Γλυκισμάτων παρασκευασμάτων της κυρά Ελένης, της δασκαλόμανας, που τη λέγανε οι γυναίκες του χωριού. Ήταν κάτι σαν τα γνωστά μας σήμερα μελομακάρονα, αλλά διαφορετικά. Η ίδια τα έλεγε φοινίκια. Πεντανόστιμα! Το πράγμα συνεχίστηκε και τ’ άλλα χρόνια.
Φωτιές πετούσε το σχολείο με διακοσμήσεις, παρελάσεις, ποιήματα και παραστάσεις στην εθνική γιορτή της 25ηςΜαρτίου.
Όλα πρωτοΐδωτα και πρωτάκουστα για το χωριό αυτά τα εορταστικά πράγματα!
ΚΟΙΤΑ τώρα δυο ξεχωριστές απογειωτικές δραστηριότητες. Πήρε τις καλύτερες εκθέσεις των παιδιών – με τις οδηγίες του πήραν φωτιά τα μολύβια μαθητών και μαθητριών στο είδος αυτό της μάθησης – και διαπραγματεύτηκε στην Καλαμάτα την έκδοσή τους σε βιβλιαράκι. Μεγάλο το ποσό.
– Τι κάνουμε τώρα, παιδιά;
Φτερούγισαν τα παιδιά:
– Εμείς, κύριε!
– Δηλαδή;
Του είπαν. Ενθουσιάστηκε. Τι; Την επόμενη Κυριακή φάνηκε. Μετά την εκκλησία. Έρανο σπίτι το σπίτι. Το και το και το. Βιβλίο.
– Ό,τι έχετε ευχαρίστηση.
Μαζεύτηκε μπόλικη ‘ευχαρίστηση’. Το υπόλοιπο; Πλησίαζε το πανηγύρι 21 Μαΐου. Η ‘δασκαλόμανα’ έβαλε πλάτη. Ένας πολύ μεγάλος ταβλάς τουρλωτός τουρλωτός φοινίκια φιγουράριζε στον αυλόγυρο της εκκλησίας, πλάι στους παραδοσιακούς καραμελάδες και παστελάδες, για μετά τη λειτουργία φυσικά. Έμπορας/πωλητής και εισπράκτορας/ ταμίας; Ο Δημήτρης του Βάγια:
– Εδώ τα καλά φοινίκια!
Έπεσε ο κόσμος και τα εξαφάνισε γρήγορα, γλείφοντας και τα δάχτυλά του!
Και κυκλοφόρησε το βιβλιαράκι με τον τίτλο «Μ ι κ ρ ά Δ ι α μ ά ν τ ι α». Είπε ταχυδρομικώς την ‘Καλημέρα’ του σε όλα τα σχολεία. Η Επαρχία Πυλίας είχε να λέει για χρόνια. Σήμερα δεν υπάρχει κανένα πουθενά. Οι ‘συγγραφείς’ του, μεγάλοι και γέροι πια, βάλαμε και τα πουλιά βεργάτες μη βρεθεί τίποτα, αλλά δε βρέθηκε.
Το άλλο που έκαμε; Ίδρυσε δανειστική βιβλιοθήκη! Μια ντουλάπα βιβλία θυμάμαι στο γραφείο του σχολείου. Να μην κόψει ο κόσμος το διάβασμα, φεύγοντας από το σχολείο, έλεγε. Από καταλόγους που έφερε μας είπε να διαλέξουμε εμείς από τους τίτλους ό,τι μας κέντριζε. Εγώ διάλεξα το Ροβινσώνα Κρούσο, τ’ άλλα παιδιά άλλα. Τον ‘ήπια’ το Ροβινσώνα! Τα περισσότερα και σοβαρότερα τα διάλεξε ο ίδιος. Πώς αποκτήθηκαν; Με εράνους πάλι. Είχε κίνηση η βιβλιοθήκη. Εξωσχολικοί έρχονταν και δανείζονταν. Τα γύριζαν κι έπαιρναν άλλα. Κι από άλλα χωριά. Πάνω Μηνάγια, Μηλίτσες θυμάμαι. Κι όλα χάθηκαν στην κατοχή. 
ΔΕΥΤΕΡΟ ή τρίτο χρόνο έφερε γραμμόφωνο ο δάσκαλος στο χωριό. Πέρα από τις ακροάσεις που καθιέρωσε στο σχολείο, και πολύ μας άρεσε αυτό, το χρησιμοποίησε να βοηθήσει τα παιδιά να μάθουν χορό. Τα βήματα που τους μάθαινε στο ευρύτερο πρόγραμμα της γυμναστικής δεν τα έκρινε αρκετά. Και δεν περιόρισε τη χρήση του εργαλείου αυτού γι’ αυτόν το σκοπό στο χώρο του σχολείου, μέσα στην αίθουσα ή έξω στην αυλή. Την όλη υπόθεση την έβγαλε στην πλατεία του χωριού. Κάθε Τετάρτη απόγευμα, που δεν γίνονταν μαθήματα, όλα τα παιδιά πιασμένα σε ένα μεγάλο κύκλο μάθαιναν με το γραμμόφωνο χορό. Καλαματιανό, συρτό, τσάμικο… Άλλα μπορούσαν εύκολα, άλλα όχι. Γι’ αυτά τα δεύτερα αφιέρωνε όσο χρόνο χρειαζόταν, μέχρι να τα καταφέρουν. Να μη βγει παιδί από τα χέρια του, κορίτσι ή αγόρι, που να μη μπορεί να σύρει τα πόδια του στο χορό, άμα κάποτε χρειαστεί.
Το σπουδαίο είναι ότι νεαροί εξωσχολικοί ζήλεψαν. Και πιάστηκαν στο χορό. Δεν ήξεραν την τύφλα τους. Βαριοπούλες τα πόδια τους. Τι να τους κάμει; Δεν τους απέπεμψε. Τους άρχισε από το…πλην ένα, να περπατάν ελαφρά ελαφρά, όχι βαριά βα-ριά. Αλλά στο σπίτι του, όχι έξω, να τους κοροϊδεύει ο κόσμος. Στο σπίτι του – άλλωστε λίγοι ήταν, περίπου πέντε, αν θυμάμαι καλά. Θυμάμαι που τους αγνάντευα από την ανοιχτή μπαλκονόπορτα – έμενε τότε στο σπίτι των ορφανών κοριτσιών Μαριώς και Σταυρούλας, μετέπειτα κατοικία του Αντώνη Κορδού – και κοντοπερπατούσαν ελαφρά ελαφρά γύρω από ένα τραπέζι, κυκλικά. Ήταν, φαίνεται, το πρώτο συμμάζεμα του απλαούμπλικου βηματισμού τους. Κάνα δυο ήταν ξενοχωρίτες.
Λοιπόν, από τα χέρια του βγήκαν αυτοί οι νεαροί ξέροντας να χορεύουν ακόμα και φοξ και βαλς!
Κάποτε στου Ντίνου της Γιάνναινας το σπίτι γινόταν χορός. Με βιολιά και τέτοια, πανηγύρι πρέπει να ήταν. Μετά τα κυκλικά πιάσανε τα ευρωπαϊκά. Μια κόρη χορευταρού, από εκείνα τα πλάσματα που γεννιούνται ξέροντας να χορεύουν στο ποτήρι που λέμε, απευθύνθηκε σε ένα παλικάρι από εκείνα τα πέντε.
– Ξέρεις ευρωπαϊκά;
– Μπα, κάτι λίγα.
– Πάμε!
Σκράπας ήτανε. Πρώτο, δεύτερο βήμα τον παράτησε.
– Αμ πες μου πως δεν ξέρεις καθόλου! Και λες ‘κάτι λίγα’ τάχα μ’ τάχα μ’ για ν’ αγκαλιάζεις τα κορίτσια!
Μετά εκείνος νεαρός βγήκε περιζήτητος καβαλιέρος.
ΚΑΙ αυτόματη φωτογραφική μηχανή έφερε. Μικρή. Την έστηνε στο τρίποδό της, την προγραμμάτιζε, στηνόταν απέναντί της σε τοπίο και στάση που ήθελε και σε λίγα δευτερόλεπτα μετά από ένα ήχο, σα να χτυπούσε κουρδισμένο ρολόι, ακουγόταν κάτι σαν κλείδωμα. Και… τέλος, αυτό ήταν. Έτσι φωτογραφήθηκε, θυμάμαι, πάνω από την πηγή Σκασμάδα, στο πέτρωμα, το ίδιο στο Κεφαλόβρυσο, το ίδιο και στο Κεφαλοβρυσάκι.
Με αυτήν τη μηχανή φωτογράφησε τα παιδιά του σχολείου σκαπανείς με την ειδική μπλε ημιστρατιωτική στολή επί Μεταξά μια 25η Μαρτίου. Τα έστησε όλα όρθια σε δυο σειρές, τα ψηλότερα πίσω, τα κοντά μπροστά, άρπαξε κι εμένα (εκτός στολής) με κάθισε μπροστά μπροστά με τις δυο πατερίτσες στα χέρια, ζερβά δεξιά μου έβαλε καθιστά δυο πρωτάκια, τη Φωτούλα και τη Χρυσάνθη, πήγε πίσω από τη μηχανή, την προγραμμάτισε, έτρεξε πίσω από τα ψηλότερα παιδιά, άπλωσε τα δυο του χέρια πάνω τους, και μας απαθανάτισε σε αυτή τη φάση και σε αυτή την ηλικία!
Την ψάχνω αυτή τη φωτογραφία, πώς την ψάχνω να τη βρω!
ΜΕ ΤΕΤΟΙΑ κι άλλα τέτοια φτάσαμε το σχολικό έτος 1939 – 1940. Χρονιά που το σχολείο έκαμε μια μεγάλη υπέρβαση. Άφησε πίσω τους σχολικούς μικροπεριπάτους, μια στου Μασούρα το μύλο, μια στο Παναίικο Κεφαλόβρυσο, μια στην Καλισκεραίικη Βρύση, όπου γινόταν συνάντηση με γειτονικά σχολεία, και αποτόλμησε εκδρομή στην Πύλο! ‘Για να πλατύνει ο ορίζοντας των παιδιών με ό,τι θα ιδούν εκεί’ έλεγε ο δάσκαλος στους γονείς, για να τους πείσει ν’ αφήσουν τα παιδιά. Σε όσους δύστροπους, κι ήταν πολλοί, είχε ένα επιχείρημα: «Τα θέλετε τα παιδιά σας αϊτούς στα ψηλά ή πουλερικά της αυλής;»Έξυναν το ριζάφτι κι έλεγαν: ‘Εντάξει!’
Έτσι λοιπόν, Μάιο ή Ιούνιο, δε θυμάμαι καλά, ένα πρωί – τι ‘πρωί’, αχάραγο πες, ούτε που κοιμηθήκαμε εκείνη τη νύχτα από τη χαρά μας – σαράντα τόσα παιδιά καβάλα σε άλογα ή βασταούρια κινήσαμε τραγουδώντας «Φωτά το φεγγαράκι μου»για την Πύλο. Ξεπετάξαμε από τον ύπνο το πρώτο χωριό, την Καλλιθέα, με την αρβάλα μας. Βγήκαν οι άνθρωποι στα παράθυρα και ξαφνιασμένοι ρωτούσαν:
– Τι είσαστε εσείς, βρε;
– Σχολείο, απ’ τα Κάτω Μηνάγια!
– Και πού πάτε;
– Την Πύλο εκδρομή!
– Μοναχά σας;
– Με το δάσκαλο!
Σταυροκοπιόνταν και αποσύρονταν προς τα μέσα μουρμουρίζοντας. Τα άλλα χωριά, Χωματάδα, Πήδασο, Μεσοχώρι τα βρίσκαμε ξεπεταμένα ένα ένα κι ο κόσμος άφηνε του θαύμα του για την τόλμη του δάσκαλου με τόσα παιδιά και τόσα ζα στην πλάτη του.
Στην πλατεία της Πύλου, στο μνημείο των τριών ναυάρχων, δυο παιδιά της Έκτης, ο Δημήτρης του Βάγια και η Κατερίνη της Γιαννούς, με τις χαιρετιστήριες προσλαλιές τους προς τους τρεις ναυάρχους άφησαν εμβρόντητο τον κόσμο που έτρεξε να ιδεί και να ακούσει. Χειροκροτήματα στα παιδιά και πολλές συγχαρητήριες χειραψίες στο δάσκαλο. Ακολούθησε επίσκεψη στο κάστρο και διάφορα οικήματα και υπηρεσίες της πόλης και το όλο πρόγραμμα έκλεισε επίσκεψη στο μνημείο του φιλέλληνα Σανταρόζα στη Σφακτηρία. Με βενζινάκατο. Τα ορεσίβια Μηναγιωτόπουλα έγιναν… θαλασσοπόροι και πολύ το χάρηκαν.
Ξεκινώντας για επιστροφή δάσκαλος και παιδιά έκαμαν μια συμφωνία. Μάλλον την επισφράγισαν, γιατί την είχαν ψιλοκουβεντιάσει στο σχολείο. Αυτήν εδώ:
– Του χρόνου Καλαμάτα, κύριε! Σύμφωνοι;
– Μάλιστα, παιδιά! Καλαμάτα!
Μόνο που του χρόνου μας πρόλαβαν κάτι άλλα ‘παιδιά’ με ένα πολύ χοντρό και πολύ επικίνδυνο παιχνίδι. Τον πόλεμο του 1940.
ΤΗ σχολική χρονιά 1940 – 1941, μήνα Σεπτέμβριο, ο δάσκαλος Κώστας Γέμελος δεν ήρθε στη θέση του. Είχε ήδη επιστρατευθεί για ‘μετεκπαίδευση στα νέα όπλα’ λέγανε. Τα παιδιά; Στα Πάνω Μηνάγια. Εγώ στα Γριβιτσά. Στις 28/10/1940 κηρύχτηκε ο πόλεμος. Ο δάσκαλος στο μέτωπο, στην Αλβανία, στον πόλεμο με τους Ιταλούς. Τα σχολεία έκλεισαν. ‘Μέχρι νεωτέρας’ μας είπαν.
Μεταξύ των χωριανών, στους οποίους έγραψε από το μέτωπο ο δάσκαλος, ήταν και ο πατέρας μου. Πήρα τη σύσταση και του έγραψα κι εγώ. Δε θυμάμαι λεπτομέρειες τι έγραψα, αλλά κοίτα τι του ζήτησα: «Σεβαστέ μου κύριε, να μου στείλεις μια φωτογραφία που να δείχνει έναν τσολιά να δίνει μια κλωτσιά του Μουσουλίνη (sic) και να τον πετάει στη θάλασσα!» Παιδί, και τόσο μου ’κοψε – πού να βρει ο στρατιώτης στο μέτωπο τέτοια πράγματα! Αυτά κυκλοφορούσαν στα μετόπισθεν, στις πόλεις, στην Αθήνα, όχι στο μέτωπο! Μου απάντησε αμέσως. Περιέγραψε τις δυσκολίες του μετώπου, αλλά θα φρόντιζε, λέει, να ικανοποιήσει το αίτημά μου. Το ικανοποίησε – ο δάσκαλος δεν απογοήτευσε το μαθητή του! Προφανώς το ζήτησε από τους δικούς του στην Αθήνα και μου το ’στειλε. Ένα έγχρωμο σκίτσο ήταν. Έτρωγε κλωτσιά στον πισινό ο Μουσολίνι! Χαρές που έκανα!
Με την κατάρρευση του μετώπου γύρισε στο χωριό. Δύσκολα τα πράγματα. Με το που πλάκωσαν οι Ιταλοί στο χωριό και σελέμιζαν τα λιγοστά προϊόντα μας, κρεμμύδια, λάδι, τυρί, σφαχτά, ο δάσκαλος πλάνταζε από τη στενοχώρια του. «Οι άτιμοι, έλεγε, πίνουν τον ιδρώτα των φτωχών ανθρώπων!» Κι όταν την έπεσαν στους αλευρόμυλους κι έπαιρναν το 10% από τα αλεύρια των χωριανών, μάζεψε όλους τους Μηναγαίους και βγήκαν μπροστά στους Ιταλούς να διαμαρτυρηθούν. «Το ψωμί μας!» φώναζε αυτός πρώτος. «Ναι, το ψωμί μας! Το ψωμί μας!» φώναζαν όλοι. Οι Ιταλοί
κατέβασαν τα όπλα από τους ώμους. Άσκημα τα πράγματα!
ΤΟ ΜΑΓΑΖΙ του Λαμπράκου το έκαμαν αποθήκη οι Ιταλοί τον Αύγουστο. Το γέμισαν διάφορα προϊόντα, κυρίως κρεμμύδια. Δυο τρεις ημέρες, παραπάνω, τα μεταφέρανε στη βάση τους, στου Χανδρινού, με μουλάρια.
Ένας από δαύτους ήτανε πολύ τζεγνέμι, που λέμε, τζαναμπέτης, καβγατζής, γκρινιάρης. Και...αναποδιάρης. Κυριολεκτώ. Καβάλαγε ανάποδα το μουλάρι να το πάει στη Σκασμάδα να το ποτίσει. Και γύριζε το ίδιο ανάποδα, και μάλιστα τρέχοντας. Γελάγαμε κάτι παιδιά. Πλάι μας ήταν ένας Ιταλός πολύ σοβαρός. Και τι ακούμε να μας λέει γι’ αυτόν κάποια στιγμή; Άκου:
– Κάτω μουλάρι, πάνω μουλάρι.
Τα χάσαμε. Αλληλοκοιταχτήκαμε, δεν ξέραμε τι να κάνουμε, να γελάσουμε ή όχι. Και τον βλέπουμε να φέρνει το δάχτυλο στα χείλη του και να κάνει «Σσσστ!»
Τρέξαμε και το είπαμε στο δάσκαλο. ‘Το και το και το, κύριε!’ Και μας λέει:
–Αυτός πρέπει να είναι αντιφασίστας!
– Δηλαδή, κύριε;
– Θα τα πούμε. Πού είναι αυτός τώρα;
Του είπαμε. Σε λιγότερο από μισή ώρα είχαν γίνει φίλοι. Κατέβασε το γραμμόφωνο στο μαγαζί κι άκουγαν μουσική. Σε μια στιγμή τους βλέπουμε να χορεύουν ταγκό. Οι δυο τους. Και τελειώνοντας να λένε τη λέξη φρατέλοι.
Ο δάσκαλος πήγε έφερε από το σπίτι ένα δίσκο. Τον έβαλε να παίξει κι ήτανε, μας φάνηκε εμάς των παιδιών δηλαδή, σαν να κουρδίζανε βιολιά, όλο ιιιι έκανε. Και λέει ο Ιταλός όλο ενθουσιασμό:
– Ω, παγκανίνι! Το ίδιο κι ο δάσκαλος:
– Παγκανίνι! (Ιταλός μουσουργός, 1872 – 1840).
Εμάς μας φάνηκε ότι λέγανε στα ιταλικά ωραίο, ωραίο! Και παραξενευτήκαμε που το λέγανε ωραίο αυτό το πράγμα. Εγώ προχώρησα στο πραγματικά ωραίο:
– Ρε, άμα δεν έχει κλαρίνο, όπως το «Συννέφιασε ο Παρνασσός», τι ωραίο είναι;
Οι άλλοι συμφώνησαν όλοι. «Χμμμ!» κάμανε.
Λοιπόν, μάθαμε, αυτός ο Ιταλός έπεσε μέσα σε μια πυρκαγιά στη βάση τους να τη σβήσει και κάηκε. Ο άλλος, το ‘κάτω μουλάρι, πάνω μουλάρι’, κρατήθηκε σε απόσταση. Σώθηκε. Όχι, που θα ’πεφτε στα δύσκολα αυτός!
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟ του 1941 αρχίσαμε τα μαθήματα με το φόβο των κατακτητών Ιταλών. Με το που ιδρύθηκε τότε κοντά η αντιστασιακή οργάνωση το ΕΑΜ, δόθηκε ολόψυχα στον αγώνα ο δάσκαλος. Άπλωνε χάρτες στον πίνακα και μας έδειχνε τα σημεία του πολέμου, όπου Ιταλοί και Γερμανοί, έλεγε, καταδυνάστευαν τους λαούς. Κι είχε το νου του μη φανούν ξαφνικά Ιταλοί και μάζευε γρήγορα τους χάρτες.
Μας έκαμε λόγο για τη γαλλική επανάσταση με το σύνθημα ‘αδελφότης’, ‘ισότης’, ‘ελευθερία’. Μας το είπε και στα γαλλικά ‘φρατερνιτέ’, ‘εγκαλιτέ’, ‘λιμπερτέ’. Το ομοιοκατάληκτο το ‘δουλεύαμε’ καλύτερα. Αλλά προσοχή, μας είπε, μην ακούσουν οι Ιταλοί.
Μας συγκίνησε τα παιδιά η ιδέα της αδελφότητας, της ισότητας και της ελευθερίας. Και περιβάλαμε με αντιπάθεια και μίσος τους κατακτητές. Περιλάβαμε, που λες, στις εκθέσεις μας την ιταλική και τη γερμανική μπότα, ως σύμβολα της βίας και της τυραννίας, και τους αλλάξαμε τον αδόξαστο, που λέμε. Τα αντιπαραθέταμε, τα σύμβολα της βίας λέω, με τα συνθήματα της γαλλικής επανάστασης και άντε πιάσε
μας μετά! Τις αντέγραφε όλες σε ένα μεγάλο τετράδιο. Με προοπτική να εκδοθούν καμιά φορά. Όπως πριν από λίγα χρόνια τα ‘Μ ι κ ρ ά Δ ι α μ ά ν τ ι α’.
Δυστυχώς χάθηκε εκείνο το τετράδιο. Όταν ως βασικό στέλεχος της Οργάνωσης ΕΑΜ περιόδευε διάφορα μέρη – Βλαχόπουλου, Μανιάκι, αλλού – εκεί κάπου χάθηκαν, μας είπε αργότερα. Τα είχε συνέχεια μαζί του και τα επεδείκνυε στους συνεργάτες του – συναγωνιστές, συντρόφους…
Ύστερα, 1942 – 1943, μετατέθηκε; αποσπάστηκε; Στον Πήδασο. Εκεί παντρεύτηκε. Χωρίς να αποσυρθεί το ζεύγος από την οργάνωση. Αντίθετα, ρίχτηκε στα οργανωτικά ‘ψυχή τε και σώματι’.
Στα Μηνάγια, θυμάμαι, ήρθε ο δάσκαλος με τη σύζυγο σε ένα συνέδριο της Οργάνωσης άνοιξη, νομίζω, του 1943. Ήταν πολλά στελέχη. Συζήτησαν στο σχολείο τα οργανωτικά και το μεσημέρι η τοπική Οργάνωση τους παρέθεσε γεύμα στο σπίτι της Μαριώς και της Σταυρούλας. Μετά το γεύμα ακούστηκαν κάποια τραγούδια. «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά…», «Και στην Αλτόνα ακόμα σφάζουν…» Άλλοι τα ήξεραν, άλλοι όχι… Άντε και πιάνει, που λέτε, η γυναίκα του δάσκαλου το «Στου παπα-Λάμπρου την αυλή»! Τι μπρίο ήταν αυτό, τι ωραία φωνή, τι μελωδία, τι άρθρωση! Όλοι οι συνδαιτυμόνες έμειναν. Βόηθαγαν στην επανάληψη της κάθε στροφής, αλλά δεν… Ο δάσκαλος το ’λεγε μαζί της, αλλά όχι τόσο καλά, όσο εκείνη. Ο κόσμος στην πλατεία του χωριού τα ’χασε. Για χρόνια μετά όσοι δοκίμαζαν να το ειπούν εκείνο το τραγούδι, προσπαθούσαν να μιμηθούν εκείνη τη φωνή!
ΜΕΤΑ τη ‘Βάρκιζα’ και το αναποδογύρισμα της κατάστασης ο δάσκαλος έφυγε για την Αθήνα. Μόνος – δεν ξέρω τα καθέκαστα. Πιάστηκε, εξορίστηκε, βασανίστηκε. Από τότε στα Μηνάγια το 1943 τον ξαναείδα στο γάμο/στέψη του αδερφού μου Γιώργη το 1963 στην εκκλησία Αγίου Κωνσταντίνου Ομόνοιας. Τον είχε καλέσει, ήρθε, μας είδε, τον είδαμε, είδε πολλούς Μηναγαίους, καταχάρηκε μαζί μας! Δεν τον ξαναείδαμε.
 
@@@@@@ 
 
Στο video που ακολουθεί, είναι από την  Νίκαια σε εκδήλωση που διοργάνωσε η Δημοτική Κίνηση "Κόντρα στο ρεύμα" (28.09.2014), στην οποία ακούγεται η τιμητική αναφορά στον Κωνσταντίνο Γέμελο από τον Πάρη Λιάτσο.